Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

ΟΙ ΡΟΘΤΣΑΪΛΝΤ (Rothschild) ΚΑΙ Η «ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»

ΟΙ ΡΟΘΤΣΑΪΛΝΤ ΚΑΙ Η «ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΩΣ ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ΤΟΥΣ Νικόλαος Λάος Εταίρος της R‐Techno private intelligence company Ιδρυτής και Διευθυντής του Research Institute for Noopolitical and Geopolitical Studies (RINGS) Η τοπική εφημερίδα Κέθρος τον Σεπτέμβριο του 2005 δημοσίευσε ρεπορτάζ από τη βράβευση του λόρδου Ρόθτσαϊλντ (ή Ρότσιλντ) από τον Δήμο Κασσωπαίων. Στις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο εν λόγω ρεπορτάζ φαίνεται εμφανώς ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Νίκος Δένδιας δίπλα στον λόρδο Ρόθτσαϊλντ. Επίσης, το ειδησεογραφικό μπλογκ http://kourdistoportocali.com/, στις 15 Μαρτίου 2012, έγραψε τα εξής για τον Δένδια, ο οποίος τότε, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ., έκανε δηλώσεις εναντίον των πολιτικών άκρων: «Ο δικηγόρος των Ρότσιλντ που σαν δικηγόρος δεν έκοψε ποτέ γραμμάτιο, ο κολλητός του Βορίδη στην ΕΝΕΚ τολμά να μιλά γιά άκρα», επισημαίνοντας τη σχέση του Δένδια με την οικογένεια Ρόθτσαϊλντ, η οποία, ούτως ή άλλως, έχει, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, ισχυρή θέση στο ελλαδικό τραπεζικό σύστημα (βλ. http://kourdistoportocali.com/post/10291/nikos-dendias-o-dikhgoros-twn-rotsilnt). Σύμφωνα με το ιστορικό αρχείο της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικογένεια Ρόθτσαϊλντ αποτελεί πρωταρχικό μεγαλομέτοχό της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο ιστορικό αρχείο, από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, o Ιούλιος Έσσλιν, οι τραπεζίτες Ρότσιλντ, κ.ά. Το πλειοψηφικό πακέτο, δηλαδή οι 2750 μετοχές που αντιστοιχούν περίπου στο 55% των μετοχών, ήταν των Ρόθτσαϊλντ. Η υποτέλεια της κυβέρνησης Σαμαρά (ή μάλλον του καθεστώτος Σαμαρά, διότι περί ειδικού καθεστώτος επρόκειτο) στο σύστημα της «τραπεζοκρατορίας» αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της κατάκτησης μεγάλου μέρους του ελλαδικού πολιτικού συστήματος, ειδικώς δε της Νέας Δημοκρατίας, από το σύστημα που εκπροσωπούν οι Ρόθτσαϊλντ και το City του Λονδίνου, του οποίου «μικρός αδελφός» είναι η Wall Street. Επιπλέον, η προβολή του Νίκου Δένδια ως υποψηφίου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί μια περαιτέρω αποκάλυψη για την ταυτότητα και την ιστορική εξέλιξη της Νέας Δημοκρατίας, όχι τόσο διότι ο Δένδιας υποστήριξε νομικά και πολιτικά τον Καραμανλή και τον Ρουσόπουλο στην επαίσχυντη υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, αλλά διότι ο Δένδιας εκφράζει και προωθεί την πλήρη μετατροπή της Νέας Δημοκρατίας σε λόμπι του συστήματος, των συμφερόντων και των ιδεολογικών αρχών των Ρόθτσαϊλντ, ως εμβληματικών εκπροσώπων και πρωταγωνιστών της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας. Καθώς ο Καραμανλισμός καταρρέει υπό το βάρος των δικών του εγγενών αδυναμιών και οι παραδοσιακοί εκπρόσωποί του περνούν στη σφαίρα της πολιτικής ασημαντότητας, μια νέα γενιά του «καραμανλικού μπλοκ», με προεξάρχοντα τον Δένδια, επιχειρεί μια αλλαγή καθεστώτος στην Ελλάδα, ή, ακριβέστερα, επιχειρεί τη μετάβαση από το παραδοσιακό καθεστώς που εξέφραζε η καραμανλική αρχή «ανήκομεν εις την Δύσιν», σε ένα καθεστώς πολιτικού μονόλογου, ο οποίος θα αυτοπροσδιορίζεται ως «κεντρώος» (ώστε κάθε άλλος πολιτικός λόγος να μπορεί να διωχθεί ή απαξιωθεί ως «ακραίος») και θα εκπορεύεται από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική ολιγαρχία και τις ελίτ του ευρωατλαντικού πόλου. Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά, στη συνέχεια, κομιστής ποιας πολιτικής και οικονομικής κουλτούρας και ποιων συμφερόντων είναι ο Δένδιας και το κόμμα του, αναλύοντας συνοπτικά την ιστορία του Οίκου Ρόθτσαϊλντ. Ο Οίκος Ρόθτσαϊλντ Η οικογένεια των Ρόθτσαϊλντ (Rothschild) άρχισε να ανέρχεται στο διεθνές οικονομικό σύστημα όταν, στη Φρανκφούρτη, το 1743, ο Γερμανοεβραίος τοκογλύφος Άμσελ Μόζες Μπάουερ (Amschel Moses Bauer) άνοιξε ένα κατάστημα εμπορίας χρυσού. Το λογότυπο της εταιρείας του ήταν ένας ρωμαϊκός αετός τοποθετημένος επάνω σε μια κόκκινη ασπίδα. Το κατάστημα του Άμσελ Μόζες Μπάουερ έγινε γνωστό ως η εταιρεία της κόκκινης ασπίδας, ή, στα γερμανικά, Ρόθτσαϊλντ. Όταν ο υιός του, ονόματι Μάγερ Άμσελ Μπάουερ (Mayer Amschel Bauer), κληρονόμησε αυτήν την επιχείρηση, αποφάσισε να αλλάξει το επώνυμό του σε Ρόθτσαϊλντ. Ο Μάγερ Ρόθτσαϊλντ συνειδητοποίησε σύντομα ότι το να δανείζει κεφάλαιο σε κυβερνήσεις και βασιλείς ήταν πολύ πιο επικερδής δραστηριότητα από τον δανεισμό απλών ιδιωτών. Τα δάνεια προς κυβερνήσεις και βασιλείς είναι μεγαλύτερα και επιπλέον είναι διασφαλισμένα μέσω της κρατικής φορολογικής πολιτικής. Ο Μάγερ είχε πέντε υιούς, και τους εκπαίδευσε όλους στην τέχνη του εμπορίου κεφαλαίου. Στη συνέχεια, τους απέστειλε στις πέντε κυριότερες πόλεις της Ευρώπης για να ανοίξουν εκεί θυγατρικές εταιρείες της οικογενειακής χρηματοπιστωτικής επιχείρησης. Ο Νέιθαν Μάγερ Ρόθτσαϊλντ (Nathan Mayer Rothschild) ίδρυσε τράπεζα στο City του Λονδίνου, ο Τζέικομπ Μάγερ Ρόθτσαϊλντ (Jacob Mayer Rothschild) ίδρυσε τράπεζα στο Παρίσι, ο Καρλ Μάγερ Ρόθτσαϊλντ (Carl Mayer Rothschild) ίδρυσε τράπεζα στη Νάπολη, ο Σάλομον Μάγερ Ρόθτσαϊλντ (Salomon Mayer Rothschild) ίδρυσε τράπεζα στη Βιέννη και ο Άμσελ Μάγερ Ρόθτσαϊλντ (Amschel Mayer Rothschild) διοικούσε την τράπεζα των Ρόθτσαϊλντ στη Φρανκφούρτη. Έτσι, η οικογένεια Ρόθτσαϊλντ δημιούργησε ένα ισχυρό τραπεζικό δίκτυο σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και μπορούσε να κερδοσκοπεί επάνω στους ευρωπαϊκούς πολέμους, εφόσον, μέσω αυτού του διεθνούς τραπεζικού δικτύου, μπορούσε να δανείζει διαφορετικές εμπόλεμες πλευρές συγχρόνως, ενώ επιπλέον ασκούσε εκτεταμένη κερδοσκοπία στις αγορές ξένου συναλλάγματος και ομολόγων. Το σύστημα παγκόσμιου χρηματοοικονομικού ελέγχου, το οποίο έχει δομηθεί από ένα τραπεζικό καρτέλ με κέντρο το Λονδίνο και πρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων, τους Ρόθτσαϊλντ, αποτελεί μια μείζονα παγκόσμια δύναμη η οποία κυριολεκτικά μπορεί να κρίνει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Λίγοι έχουν αντισταθεί σε αυτό το σύστημα παγκόσμιου χρηματοοικονομικού ελέγχου, όπως ο Αλεξάντερ Χάμιλτον (Alexander Hamilton, 1755-1804), ο οποίος ήταν υπουργός Οικονομικών του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Ουάσινγκτον (George Washington) και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εθνικό τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ, και ο Αμερικανός πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln, 1809-1865), ο οποίος είχε προειδοποιήσει τους Αμερικανούς για τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της δύναμης των τραπεζιτών, λέγοντας: «Η δύναμη του χρήματος κατατρώγει το έθνος σε καιρό ειρήνης και συνωμοτεί εναντίον του σε καιρό αντιξοότητας... Βλέπω στο εγγύς μέλλον να έρχεται κρίση η οποία με ενοχλεί και με κάνει να τρέμω για την ασφάλεια της χώρας μου. Επιχειρήσεις παίζουν ρόλο βασιλέων, μια εποχή διαφθοράς θα επακολουθήσει και η δύναμη του χρήματος στη χώρα θα παρατείνει αναπόφευκτα τη βασιλεία της εκμεταλλευόμενη τις προκαταλήψεις των ανθρώπων μέχρις ότου ο πλούτος συσσωρευθεί σε λίγα χέρια και καταστραφεί η πολιτεία». Επίσης, πράκτορες της Τράπεζας της Αγγλίας είχαν προσπαθήσει, σε διάφορες περιπτώσεις, να δολοφονήσουν τον Αμερικανό πρόεδρο Άντριου Τζάκσον (Andrew Jackson) επειδή αντιστεκόταν στην ίδρυση μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας στις ΗΠΑ, δηλαδή αντιστεκόταν στη δημιουργία αυτού που σήμερα είναι το σύστημα της FED. Στα τέλη του 18ου αιώνα, το κύριο πρόβλημα του κατεστημένου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν οι ΗΠΑ, το μόνο έθνος που, καθώς είχε προκύψει εξ ολοκλήρου από επαναστατικές διαδικασίες, μπορούσε να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το σύστημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της ευρωπαϊκής Realpolitik. Μετά από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που ήταν ένα αποτυχημένο σχέδιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για να αποδομήσει και να υποτάξει τις ΗΠΑ, το κατεστημένο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αποφάσισε να επιβληθεί στις ΗΠΑ με πιο ‘ήπια’ και ‘ειρηνικά’ μέσα, δηλαδή μέσω σχεδίων πολιτικής/οικονομικής/πολιτιστικής υπονόμευσης και μέσω της διαφθοράς. Ο βασικός στόχος του κατεστημένου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν να εξαλείψει με κάθε τρόπο τις αρχές της Αμερικανικής Επανάστασης και να μην επιτρέψει αυτές οι αρχές να παίξουν τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των συνειδήσεων των πολιτών των ΗΠΑ. Ρόθτσαϊλντ και Βρετανική Αυτοκρατορία εναντίον της Αμερικανικής Επανάστασης και της τσαρικής Ρωσίας Στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο Αβραάμ Λίνκολν ζήτησε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β’ να στείλει τον ρωσικό Στόλο στην Αμερική για να αποτρέψει μια συνωμοσία των Ρόθτσαϊλντ, συνωμοσία η οποία είχε σκοπό να προκαλέσει παρέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας υπέρ των Νοτίων. Έτσι και έγινε. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β’ βοήθησε τον Λίνκολν εναντίον των Ρόθτσαϊλντ. Για τον τσάρο της Ρωσίας, η Ένωση (Union) την οποία επιχειρούσε να οικοδομήσει στην Αμερική ο Λίνκολν (σε αντιδιαστολή προς την αποσχιστική πολιτική των Συνομοσπόνδων Πολιτειών της Αμερικής), ήταν ένα απαραίτητο στοιχείο για την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας πολιτικής ισορροπίας. Η Ρωσία συμμεριζόταν τη φιλοδοξία των Πατέρων της Αμερικανικής Συμπολιτείας για τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς πολιτικού συστήματος, διαφορετικού από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των Γάλλων και γενικά των παλαιών Μεγάλων Δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης. Μάλιστα, ο Ρώσος τσάρος δεν έμεινε στα λόγια και στις ελπίδες, αλλά έκανε και πράξεις. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β’ έστειλε τον ρωσικό Στόλο του Ειρηνικού στο Σαν Φρανσίσκο και τον ρωσικό Στόλο της Βαλτικής στη Νέα Υόρκη, δίδοντας επίσημες γραπτές και σφραγισμένες εντολές στους ναυάρχους αυτών των δύο στόλων να αναφέρονται στον Αμερικανό πρόεδρο Λίνκολν και να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Λίνκολν σε περίπτωση που αυτή εμπλακεί σε πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία. Το παλαιό ιμπεριαλιστικό κατεστημένο της Δυτικής Ευρώπης, ειδικά δε η Βρετανική Αυτοκρατορία και η Γαλλία, καθώς και το μεγάλο τραπεζικό κεφάλαιο, ειδικά δε οι Ρόθτσαϊλντ και ο Σιφ, αντέδρασαν δυναμικά απέναντι στη ρωσική γεωπολιτική και βεβαίως εναντίον των πολιτικών σχεδίων και οραμάτων του Λίνκολν και άλλων Πατέρων της Αμερικανικής Συμπολιτείας, με τους εξής τρόπους: έθεσαν τις ΗΠΑ υπό τη στρατηγική πολιτική επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας και σιωνιστικών δυνάμεων που δρούσαν μέσω της Μεγάλης Βρετανίας (μεταλλάσσοντας το αρχικό ήθος της αμερικανικής Διπλωματίας), υπέταξαν την οικονομία των ΗΠΑ στη δυτικοευρωπαϊκή και σιωνιστική τραπεζική ολιγαρχία (με παραδειγματικό και κορυφαίο εκπρόσωπο τον Οίκο των Ρόθτσαϊλντ), μέσω του συστήματος της Federal Reserve και γενικά του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, επεδίωξαν μεθοδικά και συστηματικά να αποδομήσουν την ισχύ και την παρουσία του Ρωσικού Πολεμικού Ναυτικού, ώστε το νέο αγγλοαμερικανικό υποκείμενο να κυριαρχεί στα παγκόσμια ύδατα, ενώ επίσης επεδίωξαν και πέτυχαν την αλλαγή καθεστώτος στην τσαρική Ρωσία. Στον πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και της Ιαπωνίας, ο τραπεζίτης και διακεκριμένος σιωνιστής Τζέικομπ Σιφ (Jacob Schiff), μέλος της οικονομικής αυτοκρατορίας των Ρόθτσαϊλντ, απέκλεισε τη Ρωσία από πηγές δανεισμού, ενώ μάλιστα χρηματοδότησε την Ιαπωνία, με αποτέλεσμα η Ρωσία να μην έχει τους αναγκαίους χρηματοοικονομικούς πόρους και να υποστεί ήττα από τους Ιάπωνες (Η φιλονικία μεταξύ της Ρωσίας και της Ιαπωνίας για τη Μαντσουρία κλιμακώθηκε σε πόλεμο, στις 9 Φεβρουαρίου 1904, όταν, το προηγούμενο βράδυ, οι Ιάπωνες, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία επίσημη κήρυξη πολέμου μεταξύ της Ιαπωνίας και της Ρωσίας, πραγματοποίησαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του ρωσικού Στόλου ο οποίος ήταν αγκυροβολημένος σε εκείνη την ισχυρά οχυρωμένη ναυτική βάση). Το μεγάλο και μοιραίο κτύπημα εκ μέρους των Δυτικών μεγαλοτραπεζιτών (ιδίως των Ρόθτσαϊλντ και του Σιφ) και εκ μέρους των σχεδιαστών της γεωπολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας εναντίον της Ρωσίας, ήταν η Ρωσική Επανάσταση του 1917 και η σφαγή του Τσάρου Νικολάου Β’ και της οικογένειάς του το 1918, από την ηγεσία των Μπολσεβίκων. Ο Τζέικομπ Σιφ ήταν ο επικεφαλής της εδρεύουσας στη Νέα Υόρκη επενδυτικής εταιρείας Kuhn, Loeb and Co. (η οποία ανήκε στο δίκτυο των Ρόθτσαϊλντ) και ένας από τους κύριους υποστηρικτές της επανάστασης των Μπολσεβίκων. Χρηματοδότησε μάλιστα ο ίδιος το ταξίδι του Λέοντα Τρότσκι από τη Νέα Υόρκη στη Ρωσία. Επίσης, ο Σιφ υποστήριζε την ψήφιση μιας νομοθεσίας για την εγκαθίδρυση του συστήματος της Federal Reserve (ενώ οι Πατέρες της Αμερικανικής Συμπολιτείας ήταν, παραδοσιακά, καχύποπτοι απέναντι στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά τραστ και απέναντι στην ίδια την κεντρική τραπεζική) και ακόμη ήταν ένας από τους κύριους χρηματοδότες της προεκλογικής εκστρατείας του Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson) για την προεδρία των ΗΠΑ, δεδομένου ότι ο Ουίλσον προωθούσε ένα μοντέλο φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης βασισμένο στην Κοινωνία των Εθνών. Ρόθτσαϊλντ, Μαρξισμός και Μπολσεβικισμός Η κυριαρχία των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Λένιν και του Τρότσκι, εξυπηρετούσε πολλαπλά τη δυτική ολιγαρχία, τις δυνάμεις του σιωνιστικού ιμπεριαλισμού και βεβαίως το σύστημα της τραπεζοκρατορίας. Εξ ου και η ηγεσία των Μπολσεβίκων χρηματοδοτήθηκε από το δυτικό-σιωνιστικό κεφάλαιο. Μέσω του καθεστώτων Λένιν-Μπολσεβίκων, το δυτικό-σιωνιστικό κεφάλαιο και ο γεωπολιτικός πόλος της θάλασσας πέτυχαν τα εξής: (α) εξαλείφθηκαν οι τσάροι, (β) διαλύθηκε η Ρωσική Αυτοκρατορία, (γ) αποκλείστηκε γεωπολιτικά η Ρωσία τόσο από την περιοχή της «Εσωτερικής ή Περιφερειακής Ημισελήνου», ή Rimland, όσο και από τα πλούσια ενεργειακά κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής, (δ) ο παραδοσιακός ρωσικός πολιτισμός υπέστη ένα κρίσιμο πλήγμα, (ε) ‘σφραγίστηκαν’ και αποκλείστηκαν από την παγκόσμια αγορά επί μακρόν τα τεράστια ρωσικά κοιτάσματα φυσικού αερίου (ώστε να κυριαρχήσει ένα ελεγχόμενο από τη Δύση οικονομικό σύστημα βασισμένο στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής) και (στ) παράγοντες του σιωνιστικού συνασπισμού και του συστήματος παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κυριαρχίας πραγματοποίησαν στρατηγική διείσδυση στη Ρωσία μέσω της πολιτικής Λένιν-Τρότσκι. Παράγοντες της δυτικής ολιγαρχίας, ιδίως δε το δίκτυο Ρόθτσαϊλντ, χρησιμοποίησαν τον Μαρξισμό ως εργαλείο για να επιφέρουν αλλαγή καθεστώτος σε παραδοσιοκρατικές, μη δυτικές κοινωνίες, όπως η Ρωσία, και να ανατρέψουν το τσαρικό καθεστώς, το οποίο ήταν ισχυρό, δεν χειραγωγούνταν εύκολα από τη δυτική χρηματοπιστωτική ολιγαρχία και είχε έντονα προνεωτερικά χαρακτηριστικά. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν (Mikhail Alexandrovich Bakunin, 1814-1876), ένας από τους θεμελιωτές της κολεκτιβιστικής αναρχίας, αλλά και Σλάβος πατριώτης, έχει επισημάνει ότι Εβραίοι που λειτουργούσαν σαν μια «κερδοσκοπική σέκτα» επεβλήθησαν επί της επανάστασης των Μπολσεβίκων, με αποτέλεσμα αυτή να μην εξυπηρετήσει τελικά τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά τα συμφέροντα παραγόντων της εμπορικής και τραπεζικής τάξης (βλ. M. Bakunin, Gesammelte Werke, Band 3, Berlin, 1924, σελ. 204-216). Οι αρχές του Μπακούνιν βασίζονταν σε ένα υψηλό ιδεώδες περί ελευθερίας και ήταν εμπνευσμένες από τις αξίες και τη δομή του ορθόδοξου χριστιανικού μοναστικού κοινόβιου καθώς και από την ελευθεροφροσύνη των Κοζάκων. Ως εκ τούτου, ο Μπακούνιν αποσκοπούσε σε μια λαϊκή επανάσταση που θα απελευθέρωνε ριζικά τη Ρωσία από το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και από το καπιταλιστικό μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο παίζει το εμπόριο χρήματος (τοκογλυφία). Αντίθετα, στην Α’ Κομμουνιστική Διεθνή, κυριάρχησε ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx), αντίπαλος του Μπακούνιν και υπογείως συνεργαζόμενος με το εβραϊκό κατεστημένο της Δύσης. Ο Μπακούνιν, στο βιβλίο του με τίτλο Κρατισμός και Αναρχία, γράφει ότι ο Μαρξ ήταν «εξαιρετικά φιλόδοξος και ματαιόδοξος, εριστικός, μισαλλόδοξος και απολυταρχικός όπως και ο Ιεχωβά, ο Κύριος Θεός των προγόνων του, ο οποίος είναι, όπως ο ίδιος ο Μαρξ, εκδικητικός σε σημείο παραφροσύνης» (βλ. M. Shatz, ed., Statism and Anarchy by Mikhail Bakunin, Εκδ. Cambridge University Press, 2005). Επίσης, ο Μπακούνιν, στο βιβλίο του Διακήρυξη των Πιστεύω μιας Ρωσικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Κατόπιν μιας Μελέτης των Γερμανοεβραίων, γράφει ότι «ο Μαρξ είναι Εβραίος και είναι περικυκλωμένος από ένα πλήθος... ραδιούργων, ευέλικτων, κερδοσκόπων Εβραίων... με το ένα πόδι στην Τράπεζα και το άλλο στο σοσιαλιστικό κίνημα και με τα οπίσθιά τους καθισμένα στον γερμανικό Τύπο... αυτός ο εβραϊκός κόσμος είναι στις ημέρες μας, κατά μεγάλο μέρος, στη διάθεση του Μαρξ ή του Ρόθτσαϊλντ» (βλ. Μ. Bakunin, Profession de foi d’un démocrate socialiste russe précédé d’une étude sur les juifs allemands, Paris, 1869). Ειδικότερα, ο Μπακούνιν, στο βιβλίο του Διακήρυξη των Πιστεύω μιας Ρωσικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Κατόπιν μιας Μελέτης των Γερμανοεβραίων, επισημαίνει ότι ο «κομμουνισμός του Μαρξ επιζητεί ένα συγκεντρωτικό κράτος και όπου αυτό υφίσταται, πρέπει αναπόφευκτα να υπάρχει μια κεντρική κρατική τράπεζα». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, το Μαρξιστικό κίνημα στη Ρωσία, με πρωτεργάτη τον Λένιν, αποσκοπούσε στην εδραίωση της κεντρικής τραπεζικής με μοχλό την εδραίωση ενός ισχυρού και συγκεντρωτικού κράτους. Για να κατανόησουμε το γενικό σκεπτικό του Καρλ Μαρξ, την ουσία του Μαρξισμού, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το εξής: Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, στα Πολιτικά του Αριστοτέλη και στην εργογραφία των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων, βρίσκει κανείς πληθώρα επισημάνσεων, κανόνων και προτάσεων που έχουν κομμουνιστικό χαρακτήρα (καταδίκη της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας και της τοκογλυφίας, περιορισμός της ιδιοκτησίας, οικονομική ισότητα κ.ο.κ.). Όμως, σε αντιδιαστολή προς την πολιτική οικονομία του Μαρξ, οι κομμουνιστικές ρυθμίσεις που εισηγούνται ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Έλληνες Εκκλησιαστικοί Πατέρες γίνονται για το ευ ζην και την αρετή, έχουν πνευματικό σκοπό (βλ. το βιβλίο Nicolas Laos, The Metaphysics of World Order, Oregon: Pickwick Publications / Wipf and Stock Publishers, 2015, κεφάλαια 2 και 4). Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του Μαρξ. Ο Μαρξ προτείνει ένα κομμουνιστικό μοντέλο επειδή τον ενδιαφέρει μόνο να αποκαταστήσει αυτήν που θεωρεί ως φυσική ισορροπία των πραγμάτων και η οποία είχε, κατά τη γνώμη του, διαταραχθεί από την ανεξέλεγκτη ελευθρία των ανθρώπων. Η κεντρική ιδέα του κομμουνισμού του Μαρξ είναι μια ιδέα γενικής ισορροπίας, ενώ η κεντρική ιδέα των κομμουνιστικών προτάσεων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων είναι η πνευματική απελευθέρωση του ανθρώπου. Ο Μαρξ ζητεί απλώς να επιβληθεί μια τάξη στη συνεχή αλλαγή των ιστορικών μορφών, δηλαδή θέλει να οργανώσει το ιστορικό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό, συνέλαβε και διατύπωσε την ιδέα της φυσικής ιστορίας της κοινωνίας. Στον Α’ τόμο του Κεφαλαίου του, ο Μαρξ εκθέτει την επιστημολογία και μεθοδολογία του, που δεν είναι άλλη από τον ιστορικό υλισμό. Επίσης, σε μια επιστολή του προς τον Φέρντιναντ Λασάλ (Ferdinand Lassalle), με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1866, και σε μια επιστολή του προς τον Ένγκελς με ημερομηνία 7 Αυγούστου 1866, ο Μαρξ γράφει ότι, στην πολιτική οικονομία και στην ιστορία, εφαρμόζει το σκεπτικό του βιολογικού εξελικτισμού του Δαρβίνου και του βιολογικού ντετερμινισμού του Πιέρ Τρεμό (Pierre Trémaux). Ο φυσικαλισμός και ο ντετερμινισμός της σκέψης του Μαρξ εκφράζονται μέσω της βαθιάς πίστης του στη λογική και στη μηχανή. Γι’ αυτό, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο του, ο Μαρξ εκθειάζει τις επιτεύξεις της καπιταλιστικής τάξης. Καθώς είναι θαυμαστής των επιτεύξεων του καπιταλισμού, ο Μαρξ αναγνωρίζει ως μόνο αδύναμο σημείο και μειονέκτημα του καπιταλισμού το γεγονός ότι η καπιταλιστική τάξη δεν μπόρεσε να οργανώσει με τέτοιον τρόπο την κοινωνία ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής πρόοδος της τεχνικής. Έτσι, στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, ο κομμουνισμός, ουσιαστικά, είναι μια τεχνολογία, μια τεχνική δυνατότητα, του καπιταλισμού υπό διαφορετικό καθεστώς παραγωγικών σχέσεων. Με άλλα λόγια, ο κομμουνισμός του Μαρξ εκπίπτει σε γραφειοκρατικό σοσιαλισμό, ή, σύμφωνα με την ορολογία του Κορνήλιου Καστοριάδη, σε «κρατικό καπιταλισμό» (βλ. Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Εκδ. Ράππα, 1999). Αν το θεμέλιο της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας είναι μια ιδέα φυσικής ελευθερίας, όπου πρωταγωνιστούν τα ένστικτα και οι ιδιοτελείς σκοπιμότητες του επιχειρηματία, το θεμέλιο της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ είναι μια ιδέα φυσικής ισορροπίας, όπου οι τιμές αντικατοπτρίζουν έναν τέλειο συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, λαμβάνει χώρα ένας οντολογικός υποβιβασμός του ανθρώπου, διότι, και στον φιλελευθερισμό και στον Μαρξισμό, η πολιτική οικονομία ανάγεται στη λογική και στις γενικεύσεις που διέπουν την άψυχη ύλη. Έτσι, στον μεν φιλελευθερισμό, η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στην υπακοή του σε φυσικές ωθήσεις και προσταγές, αποβαίνοντας έτσι σκιά του εαυτού της, στον δε Μαρξισμό, η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στην υπακοή του στο κεντρικώς επιβαλλόμενο μοντέλο γενικής ισορροπίας, οπότε και πάλι η ελευθερία του ανθρώπου αποβαίνει σκιά του εαυτού της. Ειδικά δε ως προς τη Ρωσία, ο Μαρξ έτρεφε αρνητικά αισθήματα, διότι η Ρωσία δεν είχε προτεσταντική ηθική, που ήταν η βάση του καπιταλισμού, αλλά ήταν μια παραδοσιοκρατική, μη ρασιοναλιστική, Ορθόδοξη Χριστιανική κοινωνία. Γι’ αυτό, ο Μαρξ ήταν ροσώφοβος. Μάλιστα, ο Μαρξ ήταν αντίθετος στην κατάργηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, στα άρθρα του για το Ανατολικό Ζήτημα, χαρακτήρισε τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου ως μέγα πολιτικό λάθος, επειδή, όπως επεσήμανε, έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι έδιδε την ευκαιρία στους Ρώσους να κατέβουν προς το Αιγαίο. Στο Ανατολικό Ζήτημα και στις θέσεις του για τον Φόυερμπαχ, οι απόψεις του Μαρξ απηχούν τις θέσεις του Νεοεγελιανού σοσιαλιστή Μοσέ Ες (Moshe Hess, 1812-1875), ο οποίος ήταν ένας από τους θεμελιωτές του Εργατικού Σιωνισμού (αριστερό σιωνιστικό κίνημα) και συνδεόταν με τον Μαρξ με προσωπική φιλία. Ο Ες, στο βιβλίο του με τίτλο Ευρωπαϊκή Τριαρχία (Die europäische Triarchie, Leipzig, 1841), προσπαθούσε να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας να συμμαχήσουν μεταξύ τους εναντίον της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, ο Ιωσήφ Στάλιν, όταν πήρε την εξουσία από τον Λένιν και εξουδετέρωσε τον εσωκομματικό αντίπαλό του, Λέοντα Τρότσκι, ανέπτυξε, σταδιακά, μια μορφή ρωσικής πατριωτικής συνείδησης η οποία τον οδήγησε στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας Ναπολεοντείου τύπου αυτοκρατορίας, δηλαδή της Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Στάλιν, ειδικά στη δεκαετία του 1930, προσπάθησε να κάνει μια πατριωτική πολιτική ‘στροφή’ και –εξαλείφοντας τον Τρότσκι, που ήταν αυθεντικός εκπρόσωπος του διεθνιστικού Μαρξισμού– επεχείρησε να συνδυάσει το σοβιετικό σύστημα με τη ρωσική πολιτιστική παράδοση και τη λαϊκή ψυχή. Εθνομπολσεβίκοι διανοούμενοι, όπως ο Νικολάι Ουστριάλοφ (Nikolay Vasilyevich Ustryalov), μπόρεσαν επί Στάλιν να γίνουν αποδεκτοί στη Σοβιετική Ένωση και τελικά έγιναν επισήμως μέλη της σοβιετικής πνευματικής ελίτ με τον χαρακτηρισμό «μη-κομματικοί» Μπολσεβίκοι, δεδομένου ότι ο Στάλιν και ο ιδεολογικός του σύμβουλος Αντρέι Ζντάνοφ (Andrei Alexandrovich Zhdanov) συνέβαλαν στην αναβίωση του ρωσικού πατριωτισμού στη δεκαετία του 1930, έστω και στο πλαίσιο προπαγανδιστικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, ο ίδιος ο Στάλιν ήταν δέσμιος του ιστορικού υλισμού, και μέσα στο ίδιο το σοβιετικό σύστημα, δημιουργήθηκαν διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις, ενώ δυτικοί παράγοντες επιχειρούσαν μεθοδικά και υπόγεια να επηρεάζουν την εκλογή των ηγετών της Σοβιετικής Ένωσης και να έχουν τους ‘δικους τους ανθρώπους’ μέσα στο σοβιετικό σύστημα. Σημείωση: Το παρόν άρθρο βασίζεται σε αποσπάσματα από τα εξής βιβλία που έχει συγγράψει ο Νικόλαος Λάος: Γεωπολιτικό Εγχειρίδιο, το οποίο εκδόθηκε το 2014 στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Λεξίτυπον (βλ. http://www.lexitipon.gr/product/249/gewpolitiko-egxeiridio.html), και The Metaphysics of World Order, το οποίο εκδόθηκε το 2015 στις ΗΠΑ από τις εκδόσεις Pickwick Publications / Wipf and Stock Publishers (βλ. http://wipfandstock.com/the-metaphysics-of-world-order.html).

Δεν υπάρχουν σχόλια: