ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
ΑΠΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Ημην εις γεύμα μετά φίλων, ότε δημοσιογράφοι με επλησίασαν και μοί ανέφερον τας πλέον απιθάνους φήμας». Με αυτά τα λόγια και τη χαρακτηριστική και μοναδική χρήση της αυστηρής καθαρεύουσας ξεκινούσε ο Ευάγγελος Αβέρωφ μια δήλωση-σταθμό για την υπόσταση και την πορεία της, βρεφικής ουσιαστικά ηλικίας, Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, το απόγευμα της Δευτέρας 24ης Φεβρουαρίου του 1975. Ακριβώς 50 χρόνια πριν δηλαδή.
Ο αείμνηστος Αβέρωφ, υπουργός Εθνικής Αμυνας στην πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, του Κωνσταντίνου Καραμανλή -όπως και πριν σε εκείνη της εθνικής ενότητας-, διέκοψε ένα γεύμα που παρέθετε στο εστιατόριο της «Μεγάλης Βρεταννίας» στο Σύνταγμα προκειμένου να δώσει ένα επίσημο τέλος στις φήμες που είχαν κατακλύσει -και τρομάξει- από νωρίς το μεσημέρι εκείνης της ημέρας τα πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία, την ίδια τη Βουλή και τελικά σύμπασα την κοινή γνώμη. Και που μιλούσαν για τη ματαίωση μιας απόπειρας πραξικοπήματος από ομάδα αφρόνων αξιωματικών, αμετανόητων υποστηρικτών της χούντας υπό την επιρροή του «αόρατου δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη, του ανθρώπου που σφράγισε με την παρουσία του το τελευταίο κυρίως δεκάμηνο του στρατιωτικού καθεστώτος, ταυτίζοντας το όνομά του με την τραγωδία της Κύπρου και τον ακρωτηριασμό του Ελληνισμού.


Ακατάσχετη φημολογία
Πόση αλήθεια απηχούσαν, όμως, αυτές οι φήμες; Απόλυτη, δεν επρόκειτο για μια μυθοπλασία, ένα κατασκεύασμα ή μια υπερβολή κάποιων που τις συνέθεσαν και τις διακίνησαν για κάποιον σκοπό. Καπνός υπήρχε επειδή προϋπήρξε ακριβώς φωτιά. Και μπορεί τότε να μην υπήρχε Διαδίκτυο ούτε ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση, υπήρχε όμως η ταχύτατη μεταφορά/διακίνηση μιας φήμης και μιας πληροφορίας από στόμα σε στόμα, ενίοτε μέσα από επίσημα κανάλια, που προκαλούσε τεράστια ανησυχία μέχρι να διαπιστωθεί η αλήθεια ή η ανακρίβειά της. Διαφορετικές εποχές, άλλα Μέσα, ίδια όμως λειτουργία στην ψυχολογία του κόσμου μέχρι να μάθει την πλήρη αλήθεια για ένα γεγονός.Τι είχε συμβεί λοιπόν; Καταρχάς, από το πρωί κυκλοφορούσε έντονα η φημολογία που περιγράφηκε. Οτι η κυβέρνηση είχε προλάβει την εκδήλωση πραξικοπήματος από μια ομάδα μερικών δεκάδων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, κυρίως κάτω από τον βαθμό του ταξίαρχου. Οι φήμες δεν περιορίζονταν σε αυτό όμως. Συνοδεύονταν από διάφορες -δήθεν- λεπτομέρειες. Οπως ότι υπήρξε κατάληψη από τους πραξικοπηματίες της έδρας της Πρώτης Στρατιάς στη Λάρισα, είτε για επικείμενη έξοδο των τανκς από Μονάδες Τεθωρακισμένων, στάση μεγάλων μονάδων και άλλα παρόμοια. Μέχρι ότι έγινε νέα δολοφονική επίθεση κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β’ στην Κύπρο. Ολα ασαφή και αδιασταύρωτα, αλλά με έναν κοινό παρονομαστή: πως όποια κίνηση είχε γίνει -αν είχε τελικά και σε όποιον βαθμό εκδηλωθεί-, είχε αποτύχει.
Οι διαδόσεις αυτές, ωστόσο, με την ίδια ευκολία έφτασαν παντού. Ομάδες φοιτητών ξεκίνησαν να συγκεντρώνονται στις πανεπιστημιακές σχολές και να τις συζητούν. Και μέχρι να έρθει η οριστική διάψευση διά στόματος Αβέρωφ και επισήμων κυβερνητικών ανακοινώσεων, η αγωνία και η ανησυχία δεν καταλάγιαζαν.
Το στράτευμα
Εύλογο το γιατί. Μόλις επτά μήνες -ακριβώς μάλιστα- είχαν περάσει από την ιστορική 24η Ιουλίου 1974 και το νέο δημοκρατικό καθεστώς πάσχιζε να παγιωθεί. Τα βήματα ήταν εντυπωσιακά, οι κίνδυνοι όμως παρέμεναν.Παρά το βάρος της εθνικής τραγωδίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε καταφέρει να προχωρήσει με αποφασιστικά βήματα στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την έναρξη μια νέας ιστορικής περιόδου για τη χώρα και τη νέα αρχιτεκτονική της για τις επόμενες δεκαετίες.

Εδωσε τέλος στον διχασμό και τους πολιτικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς δεκαετιών νομιμοποιώντας το ΚΚΕ, προχώρησε σε ελεύθερες εθνικές εκλογές, τις πρώτες μετά τον επταετή «γύψο» της χούντας, μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες, αλλά έδωσε και στον λαό τη δυνατότητα να λύσει άπαξ διά παντός την εκκρεμότητα του Πολιτειακού με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου. Η χώρα έβλεπε καθαρά στον ορίζοντα ξανά -έπειτα από χρόνια «ψυχρής καθήλωσης» λόγω της δικτατορίας- τον δρόμο προς την Ευρώπη.
Ολα αυτά, όμως, εξελίσσονταν μέσα σε δύσκολες συνθήκες, καθώς οι κεντρικοί μηχανισμοί εξουσίας, ιδίως οι Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, ήταν ισχυρά διαβρωμένοι από την επιρροή του χουντικού καθεστώτος. Ο χουντικός «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» Φαίδων Γκιζίκης και οι στρατιωτικοί αρχηγοί είχαν διαβεβαιώσει ρητώς τον Κων. Καραμανλή -για να τον πείσουν να επανέλθει στη χώρα, στις 23 Ιουλίου 1974-, ότι δεν θα υπάρξει η παραμικρή αντίδραση στην ανάληψη της διακυβέρνησης από τους πολιτικούς και ότι οι στρατιωτικοί θα επέστρεφαν πλέον στους στρατώνες τους. Ωστόσο, στην πράξη αυτό μόνο απλό δεν αποδείχτηκε.
Τα προγεφυρώματα της χούντας μέσα στο στράτευμα παρέμεναν ισχυρά. Κάποιοι τα αποκαλούσαν κατάλοιπα, ο Αβέρωφ απλώς «σταγονίδια», όμως ήταν ενεργά, βυσσοδομούσαν κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος και του Καραμανλή και απειλούσαν με κινήσεις εναντίον του.
Η 11η Αυγούστου
Οι ισορροπίες ήταν δύσκολες και εύθραυστες. Και η εκκαθάριση του στρατεύματος από τους οπαδούς του χουντικού καθεστώτος μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν. Πολλοί παρέμεναν αμετανόητοι και ζούσαν με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να ανατρέψουν τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Ακόμη και την παραμονή της έναρξης του «Αττίλα 2», στις 11 Αυγούστου 1974, ο Καραμανλής εξοργίστηκε καθώς λίγο πριν από την έναρξη σύσκεψης στην οποία θα συμμετείχαν ο Γκιζίκης, ο Αβέρωφ, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Σόλων Γκίκας και οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, πληροφορήθηκε την προετοιμασία πραξικοπηματικής κίνησης από ομάδες «ιωαννιδικών» αξιωματικών. Εξαλλος, τόνισε πως «προέχει να εκκενωθεί αμέσως το λεκανοπέδιο της Αττικής από όλες τις μονάδες και τα τανκς. Δεν μπορώ να κυβερνήσω υπό τη συνεχή απειλή επεμβάσεως αρμάτων μάχης ή κάποιων αμετανόητων. Πρέπει να φύγουν όλοι από την Αττική αμέσως».Στις αντιρρήσεις του στρατηγού Μπονάνου του είπε: «Αυτό που σας είπα αποτελεί διαταγήν. Και εννοώ να εκτελεσθεί αμέσως. Τα τελευταία τμήματα πρέπει να έχουν φύγει από την Αττική μέχρι αύριο το πρωί, το αργότερον!». Τότε ο Μπονάνος ανέφερε πως δεν μπορούσε να εγγυηθεί για ενδεχόμενες αντιδράσεις θερμόαιμων αξιωματικών. Ο Καραμανλής απάντησε με τις φράσεις «δεν μπορώ να κυβερνήσω υπό την απειλή πραξικοπήματος. Ή πρέπει να παραιτηθώ ή να καλέσω τον λαό στην πλατεία Συντάγματος για να εκδιώξει ο λαός τα τανκς. Κι αυτό θα κάνω. Εχετε μισή ώρα καιρό να σκεφθήτε και να εκτελέσετε τις διαταγές μου».
Ο στόχος της κίνησης αυτής ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης και η σύλληψη του ίδιου του Καραμανλή. Από τους τέσσερις αρχηγούς τελικά μόνο εκείνοι του Ναυτικού και της Αεροπορίας, Π. Αραπάκης και Αλ. Παπανικολάου, δήλωσαν ότι ελέγχουν την κατάσταση στους κλάδους τους. Ο επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων Γρ. Μπονάνος και ο Α/ΓΕΣ Ανδρ. Γαλατσάνος είπαν ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός αξιωματικών του Στρατού Ξηράς που παραμένουν αμετανόητοι. Στις 19 Αυγούστου αμφότεροι αποστρατεύτηκαν. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν οι Διονύσιος Αρμπούζης και Ιωάννης Ντάβος αντίστοιχα.
Διαρκής φόβος
Ο φόβος ήταν διαρκής και τον είχε αναγκάσει για λόγους αυτοπροστασίας να μένει μεν τύποις (για τρεις μήνες περίπου) στη «Μεγάλη Βρεταννία», αλλά στην πραγματικότητα να αλλάζει συνεχώς κατάλυμα, φεύγοντας κρυφά τις νύχτες από το ξενοδοχείο και να διανυκτερεύει ακόμα και σε πλοία κάποιες φορές, καθώς ήταν δεδομένα ο πρώτος στόχος των νοσταλγών της χούντας και η ζωή του ήταν διαρκώς σε κίνδυνο. Παράλληλα ο αδερφός του Αχιλλέας Καραμανλής, σε συνεχή συνεννόηση με τον Σ. Γκίκα, είχε τις κεραίες του συνεχώς προσανατολισμένες στη διασφάλιση της προσωπικής του ασφάλειας.Ωστόσο, κινήσεις αμετανόητων «ιωαννιδικών» αξιωματικών συνεχίζονταν και τους επόμενους μήνες. Μαζεύονταν σε σπίτια στου Παπάγου και σχεδίαζαν πώς θα δράσουν. Στη συνέχεια σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στο Κουκάκι, αλλά και σε μονοκατοικία στην περιοχή του «Χίλτον».
Μέχρι τον Οκτώβριο αποστρατεύτηκαν ακόμη περίπου 35 αξιωματικοί και των τριών Οπλων, αλλά και της ηγεσίας της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων και της KYΠ. Ο φόβος των αντιδράσεων από φιλοχουντικούς, σε συνδυασμό με την ανάγκη να μην πληγεί περαιτέρω το φρόνημα του στρατεύματος καθώς το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύρραξης με την Τουρκία παρέμενε ορθάνοιχτο, ανάγκασαν τον Καραμανλή να μην προχωρήσει σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις. Ευτυχώς, δεν το πλήρωσε.
Προετοιμασία
Η τελική εκκαθάριση λογαριασμών κατέστη αναπότρεπτη όταν στις 17 Ιανουαρίου 1975 η Βουλή ενέκρινε το περίφημο Δ’ Ψήφισμα που χαρακτήριζε ως πραξικόπημα την κατάλυση της Δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων της δικτατορίας. Αμέσως, το χουντικό ηγετικό τρίο -Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος- που βρίσκονταν υπό περιορισμό σε ξενοδοχείο της Τζιάς, συν ο Δ. Ιωαννίδης και μερικοί ακόμη, διάβηκαν τις πύλες του Κορυδαλλού.
Ουδείς οπαδός τους εντός στρατεύματος διανοήθηκε να αντιδράσει εν θερμώ. Η ομάδα, όμως, των πιο πιστών στον Ιωαννίδη αξιωματικών αποφάσισε να κινηθεί σε δεύτερο χρόνο, όχι μακρινό, κατά της κυβέρνησης και του Καραμανλή. Επικεφαλής τους οι ταξίαρχοι Νικόλαος Ντερτιλής και Γεώργιος Λαμπούσης και ο ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης.
Το δίκτυό τους ήταν εκτεταμένο, αλλά και διάτρητο. Οι εποχές είχαν αλλάξει. Η συνωμοτική τους δράση ήταν υπό παρακολούθηση. Αξιωματικοί νομιμόφρονες, που πλησίασαν οι επίδοξοι πραξικοπηματίες προς μύηση, μετέφεραν τις πληροφορίες αρμοδίως, ενώ η ΚΥΠ είχε ανθρώπους της μέσα στον μηχανισμό τους. Ο συναγερμός έγινε πορτοκαλί όταν ο Μπόλαρης, πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη, ξεκίνησε να τον επισκέπτεται στον Κορυδαλλό. Και κόκκινος όταν ο πρώην διοικητής και αρχιβασανιστής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Νίκος Χατζηζήσης απείλησε τον ανακριτή στον οποίο απολογούνταν για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ότι σύντομα θα άλλαζαν ρόλους και θα βρισκόταν εκείνος στη δική του θέση.
Η τελική φάση
Η τελευταία συνάντηση των συνωμοτών έγινε το μεσημέρι της Κυριακής 23 Φεβρουαρίου 1975 στη Λάρισα επειδή ένας μεγάλος αριθμός μυημένων αξιωματικών υπηρετούσε στο εκεί στρατηγείο της Στρατιάς. Ενας αξιωματικός, όμως, που συμμετείχε στη σύσκεψη της Λάρισας, ο ταγματάρχης Ν. Τσαγκαράκης, ειδοποίησε τον αρχηγό της Στρατιάς και εν συνεχεία τον στρατηγό Ντάβο ότι οι συνωμότες ήταν έτοιμοι να κινηθούν μεταξύ 24 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου. Το ίδιο έπραξε και ο λοχαγός Δ. Αρβανίτης που υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη.Ανάλογη ενημέρωση παρείχε και ο τότε διευθυντής του Τμήματος Ασφαλείας της ΚΥΠ Ιωάννης Αλεξάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί το έργο της παρακολούθησης των κινήσεων φιλοχουντικών στοιχείων στο στράτευμα. Ο ίδιος -πολύ αργότερα- επιβεβαίωσε ότι όλα τα αμετανόητα χουντικά «αστέρια» ήταν υπό ασφυκτική παρακολούθηση από την ΚΥΠ, υπό τον απόλυτα έμπιστο του πρωθυπουργού διοικητή της, αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Φέτση.
Οι συνωμότες σχεδίαζαν την κατάληψη νευραλγικών στρατιωτικών μονάδων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, αλλά και Βέροια, Νάουσα και Κοζάνη (με επικεφαλής τον ταγματάρχη Περδίκη), όπου είχε έδρα το Β’ Σώμα Στρατού. Ειδικότερα για την Αθήνα, το σχέδιο προέβλεπε την περικύκλωση της Βουλής από τεθωρακισμένα και αφού το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων θα είχε προηγουμένως καταληφθεί, έφοδο στον Κορυδαλλό για να απελευθερωθούν οι πραξικοπηματίες, κατάληψη των κτιρίων ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ και μετάδοση διαγγέλματος προς τον λαό. Ακόμη στην περιφέρεια απομόνωση του αεροπορικού στρατηγείου και κατάληψη του αντίστοιχου της Στρατιάς στη Λάρισα, απομάκρυνση μη χουντικών διοικητών σε νευραλγικές στρατιωτικές μονάδες. Και ενδεχομένως θα κρινόταν επί του… πεδίου αν οι περιστάσεις το επέβαλλαν, η σύλληψη σημαινόντων πολιτικών προσώπων, του πρωθυπουργού, υπουργών κ.ά. Μια αντιγραφή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, η οποία βέβαια εξελίχθηκε σε καρικατούρα.
Οι στόχοι, υποτίθεται, ήταν ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης, επάνοδος στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, απελευθέρωση των προφυλακισμένων Απριλιανών στον Κορυδαλλό, νομοθετική περιθωριοποίηση του ΚΚΕ. Τελικά περισσότερο εκτιμήθηκε ως μια κίνηση με στόχο όχι αυτή καθαυτή την ανάληψη της εξουσίας, αλλά περισσότερο τη διαπραγμάτευση, από θέση ισχύος, για τουλάχιστον την απελευθέρωση και χορήγηση γενικής αμνηστίας στους έγκλειστους στον Κορυδαλλό Απριλιανούς.

Η κυβερνητική αντίδραση
Ολη η κατάσταση και οι εξελίξεις τελούσαν υπό τον έλεγχο του Αβέρωφ και της ΚΥΠ. Ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής πληροφορήθηκε τα συμβαίνοντα στις 2 το πρωί της Δευτέρας 24ης Φεβρουαρίου, συναντώντας τον Αρβανίτη. Και έδωσε την εντολή για δράση. Λίγες ώρες μετά, οι σε διαθεσιμότητα συνωμότες αξιωματικοί συνελήφθησαν στα σπίτια τους, με τις πιτζάμες, εξ ου και ο περιπαικτικός, εμπνεύσεως Αβέρωφ, τίτλος «πραξικόπημα της πιτζάμας». Αργότερα κηρύχθηκε μερική επιφυλακή των ύποπτων μονάδων, με στόχο οι εν ενεργεία να κληθούν εσπευσμένα να παρουσιαστούν ώστε να συλληφθούν. Ετσι κι έγινε. Εγκλωβίστηκαν και εξουδετερώθηκαν.Σύμφωνα με άλλες πηγές ωστόσο, ο Κων. Καραμανλής πληροφορήθηκε τα πρωινά γεγονότα και τις συλλήψεις εν μέσω σύσκεψης στο υπουργείο Παιδείας από τον Αβέρωφ, που έσπευσε εκεί εμφανώς ανάστατος. Οι δυο άνδρες αναχώρησαν μαζί προς το Πεντάγωνο όπου σε σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία εξετάστηκαν το μέγεθος της αναταραχής, ο αριθμός των συλλήψεων και η εικόνα στο στράτευμα. Εδωσε τότε εντολή για γενική επιφυλακή, με αποτέλεσμα οι φήμες που ήδη είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν να γίνουν εντονότερες και οι πολιτικές και δημοσιογραφικές πιέσεις για εξηγήσεις ασφυκτικές.
Είτε ισχύει η πρώτη είτε η δεύτερη εκδοχή, ο Αβέρωφ αναγκάστηκε να προχωρήσει στην επίμαχη δήλωσή του που συνοδεύτηκε σχεδόν ταυτόχρονα από κυβερνητική ανακοίνωση, στο ίδιο κλίμα:
«Προς διάλυσιν κυκλοφορουσών ανυποστάτων φημών, εκ μέρους κυβερνητικής πηγής, εξεδόθη η ακόλουθος ανακοίνωσις:
Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως διέταξε μερικήν επιφυλακήν, λόγω του ότι υπήρχον πληροφορίαι ότι ωρισμένοι αμετανόητοι αξιωματικοί, συνδεόμενοι με τους υποδίκους του δικτατορικού κάθεστώτος, εκινούντο συνωμοτικώς.
Η κατάστασις τελεί υπό τον πλήρη έλεγχον της κυβερνήσεως, καθ’ όλην δε την χώραν επικρατεί απόλυτος τάξις και ασφάλεια.
Συνεπώς, ουδεμία ανησυχία δικαιολογείται, όλαι δε αι φήμαι περί άλλων κινήσεων ή κινδύνων προερχομένων εκ του εξωτερικού, είναι, καθ’ ολοκληρίαν ανυπόστατοι».
Σε νεότερη ανακοίνωσή του το βράδυ, το υπουργείο Εθνικής Αμύνης προχώρησε στην παραδοχή της μεσημεριανής σύσκεψης στο Πεντάγωνο και της κήρυξης γενικής επιφυλακής στις στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Προαναγγέλλοντας ότι «η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων λαμβάνει και θα λάβει τα ενδεικνυόμενα προληπτικά μέτρα, αποφασισμένη να πατάξει αμειλίκτως οιονδήποτε παρεκκλίνει από την οδόν του καθήκοντος και της τιμής».
Οι φήμες εντάθηκαν και μεγάλες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, κυρίως φοιτητών και κομματικών νεολαιών, ξέσπασαν στην Αθήνα, με κύριο αίτημα την αποχουντοποίηση στον στρατό και τα σώματα ασφαλείας. Ο Γεώργιος Μαύρος, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της Ενωσης Κέντρου, όπως και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου, ζήτησαν παραίτηση Αβέρωφ και άμεση παραπομπή των αξιωματικών σε δίκη.
Είχαν συλληφθεί με την κατηγορία της «ενώσεως προς στάσιν» συνολικά 37 αξιωματικοί. Ενας υποστράτηγος, 4 ταξίαρχοι, 2 συνταγματάρχες, 10 αντισυνταγματάρχες, 15 ταγματάρχες, ένας λοχαγός, 3 ίλαρχοι και ένας υπολοχαγός. Σε δεύτερο χρόνο αποστρατεύθηκαν άλλοι διακόσιοι. Αποδείχτηκε ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης στο στράτευμα ήταν πλέον ισχυρός.
Δίκες και καταδίκες
Στις 21 Ιουλίου 1975 στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών στο Ρουφ ξεκίνησε η δίκη 21 τελικά αξιωματικών εμπλακέντων στη συνωμοσία. Προηγήθηκε κατά μία εβδομάδα εκείνης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Για εκ τον φερόμενων ως πρωταίτιο, τον Ντερτιλή, δεν έγινε δυνατή η στοιχειοθέτηση κατηγορίας για παραπομπή σε δίκη.
Τούτο ήταν προάγγελος μιας δίκης με πολλές δυσκολίες και κενά. Αρκετοί μάρτυρες κατέθεσαν ικανές αποδεικτικές λεπτομέρειες για τη δράση των συνωμοτών, όμως το Στρατοδικείο δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει επαρκές κατηγορητήριο για όλους τους εμπλεκόμενους. Τελικά 14 εκ των 21 αξιωματικών καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 4-12 ετών. Οι υπόλοιποι 7 κρίθηκαν παμψηφεί αθώοι. Ποινές επιεικείς, δεδομένου ότι για το αδίκημα της «ένωσης προς στάση» προβλεπόταν τότε ακόμη και η θανατική ποινή.
Η εκδίκαση της έφεσης στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών (12-22 Ιανουαρίου 1976) επέφερε μείωση ποινών στους 14 πρωτοδίκως καταδικασθέντες. Οι ήδη αποστρατευμένοι Δημήτριος Ιωαννίδης και Δημήτριος Παπαποστόλου καταδικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο σε κάθειρξη 14 και 10 ετών αντίστοιχα.
Καντάφι και Νάσερ
Οι διαφορές των επίδοξων πραξικοπηματιών της Μεταπολίτευσης από εκείνους της 21ης Απριλίου, τους «παπαδοπουλικούς», είχαν και σαφές ιδεολογικό και αξιακό στίγμα. Οι «ιωαννιδικοί» εμπνέονταν από το πρότυπο του ηγέτη τους. Κάποιοι εξ αυτών ανήκαν στη λεγόμενη τάση των «κανταφικών» αξιωματικών, που θαύμαζαν τα καθεστώτα του αραβικού κόσμου τύπου Νάσερ, της εποχής εκείνης, αντλώντας εμπνεύσεις και ιδέες. Αντιπαθούσαν θανάσιμα τους πολιτικούς και παρέμεναν πιστοί της στολής και όχι της πολιτικής εξουσίας, αν δηλαδή αναλάμβαναν κυβερνητικές θέσεις θα λειτουργούσαν ως ένστολοι. Δυσφορούσαν για τις κυβερνητικές λιμουζίνες και τη γενικότερη εικόνα πολλών χουντικών κυβερνητικών αξιωματούχων, του ίδιου του Παπαδόπουλου μη εξαιρουμένου, σε αντίθεση με τη λιτή στρατιωτική ζωή του Ιωαννίδη.Ενας εξ αυτών, ο Χαράλαμπος Παλαΐνης, ήταν παρών δίπλα στο γραφείο του Γκιζίκη τις ώρες της παράδοσης της εξουσίας στους πολιτικούς, σε ανοιχτή γραμμή με τη δύναμη καταδρομέων που στάθμευσαν στον Εθνικό Κήπο. Η πεποίθηση πολλών αμετανόητων ήταν ότι θα έπρεπε να προλάβουν τις διαφαινόμενες εξελίξεις, ακόμη και ανοίγοντας πυρ εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους στο Σύνταγμα. Ευτυχώς, αυτά έμειναν στα χαρτιά. Πάντως για το «πραξικόπημα της πιτζάμας» ο Παλαΐνης αθωώθηκε, ενώ ο αδερφός του ούτε καν παραπέμφθηκε.
Ο Ντερτιλής
Για τον Νικόλαο Ντερτιλή, εμβληματικό πρόσωπο της στρατιωτικής χούντας, παρότι συμμετείχε στην προετοιμασία του «πραξικοπήματος της πιτζάμας», τελικά δεν στοιχειοθετήθηκε κατηγορητήριο εναντίον του.
Ο ρόλος του ήταν σημαντικός για την επικράτηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Ηταν επικεφαλής μηχανοκίνητης στρατιωτικής μονάδας 500 ανδρών, που κατέλαβε 19 κρίσιμες υπηρεσίες αποκτώντας έλεγχο 28 σημείων-στόχων.
Συνέχισε μια... οικογενειακή παράδοση. Ο πατέρας του Βασίλειος Ντερτιλής ήταν στρατιωτικός, βενιζελικών πεποιθήσεων, με πλούσια… εμπειρία συμμετοχής σε πραξικοπήματα στη δεκαετία του 1920, πότε με τον Πάγκαλο και πότε εναντίον του. Αργότερα εξελίχθηκε σε βασικό εμπνευστή της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο ίδιος ως αξιωματικός είχε αξιόλογη σταδιοδρομία. Ωστόσο, χρεώθηκε με το ειδεχθέστερο ίσως έγκλημα επί επταετίας, την εν ψυχρώ δολοφονία ενός 16χρονου νεαρού, του Μιχάλη Μυρογιάννη, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη, κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του 1973. Αρνήθηκε την κατηγορία, όμως στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών 13 αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν εναντίον του ότι βγήκε από ένα τζιπ και πυροβόλησε δύο φορές τον νεαρό.
Ανάμεσά τους και ο σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, ο θεατρικός συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος. Αλλά και ο στρατιώτης-οδηγός του, Αγριτέλλης, κατέθεσε ότι κόμπαζε για τις σκοπευτικές του ικανότητες επειδή πέτυχε το θύμα του «με τη μία στο κεφάλι». Ο Ντερτιλής είχε και το θράσος μέσω του συνηγόρου υπεράσπισης να ισχυριστεί ότι ο Αγριτέλλης δεν ήταν ποτέ οδηγός του. Ομως εκείνος το απέδειξε καταθέτοντας ότι ο Ντερτιλής τον έστελνε να του αγοράζει τσιγάρα Dunhill και να επισκευάζει τον αναπτήρα του, μάρκας Ronson, σε κατάστημα της οδού Βουκουρεστίου. Η έρευνα των Αρχών εντόπισε απόδειξη επισκευής στο όνομα «Νίκος Ντερτιλής».
Η καταδίκη
Στις 30 Δεκεμβρίου 1975 κηρύχθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Εισέπραξε επιπλέον 20ετή κάθειρξη για τη συμμετοχή του στο απριλιανό πραξικόπημα.Παρέμεινε κρατούμενος επί 38 χρόνια στον Κορυδαλλό, αρνούμενος να καταθέσει αίτημα αποφυλάκισης, μην αναγνωρίζοντας τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Στις 6 Δεκεμβρίου 2012 υπέστη οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, εξαιτίας, σύμφωνα με τους οικείους του, της ψυχολογικής πίεσης από τον θάνατο του γιου του, -ενός εξαιρετικού αξιωματικού-, λόγω εγκεφαλικού ανευρύσματος. Στην κηδεία του οποίου μάλιστα δεν παρέστη, αρνούμενος να υποβάλει αίτημα. Πέθανε έναν μήνα αργότερα, σε ηλικία 92 ετών, νοσηλευόμενος στον Ερυθρό Σταυρό και κηδεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου του 2013.
Οι περιπέτειες του Μπόλαρη
Ο 47χρονος Παρασκευάς Μπόλαρης συνελήφθη το μεσημέρι της 24ης Φεβρουαρίου 1975 με ολίγον περιπετειώδη τρόπο. Προσπάθησε να διαφύγει επιβαίνοντας σε πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά. Ομως τον παρακολουθούσαν άνθρωποι της ΚΥΠ έχοντας ενημερώσει και την ΕΣΑ. Ετσι, λίγο πριν από την αναχώρηση, από τα μεγάφωνα του καραβιού ακούστηκε ότι «παρακαλείται ο ταγματάρχης Μπόλαρης Παρασκευάς όπως εξέλθει αμέσως του πλοίου». Συνελήφθη.Ηταν άριστα εκπαιδευμένος ταγματάρχης στους Καταδρομείς. Πιστός μέχρι τέλους στον «αόρατο δικτάτορα», εξ ου και αποκαλείτο από πολλούς ο «Γορίλλας του Ιωαννίδη». Κατηγορήθηκε ως ένας από τους πρωταιτίους του «πραξικοπήματος της πιτζάμας». Καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε κάθειρξη 11 χρόνων από το Στρατοδικείο Αθηνών. Στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο η ποινή μειώθηκε σε 8ετή φυλάκιση. Μεταφέρθηκε στις Φυλακές Κέρκυρας και στη συνέχεια της Κασσαβέτειας Βόλου.
Την 1η Αυγούστου του 1977 απέδρασε όμως, με μυθιστορηματικό τρόπο από το Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, αποκτώντας έτσι διαστάσεις «θρύλου» ανάμεσα στους θιασώτες της δικτατορίας. Ζήτησε να μεταφερθεί στο Λαϊκό για διαγνωστικές εξετάσεις δήθεν για καρκίνο. Νοσηλεύτηκε στον ίδιο θάλαμο με τον αρχι-βασανιστή στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεόδωρο Θεοφιλογιαννάκο.
Φρουρούνταν από δέκα αστυνομικούς, όμως με συστηματική προσπάθεια κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, σε σημείο, όπως ο ίδιος πολύ αργότερα εκμυστηρεύτηκε, να βγαίνει στον διάδρομο να τηλεφωνήσει από έναν κερματοδέκτη χωρίς τη συνοδεία φρουρού.
Απόδραση
Τότε ζήτησε από τη σύζυγό του να του φέρει σε ένα επισκεπτήριο μια ιατρική ποδιά και μια περούκα. Παρότι επικίνδυνο, του τα πήγε. Ετσι, μια νύχτα, αντί να κοιμηθεί, έβαλε τα μαξιλάρια και τις κουβέρτες του Θεοφιλογιαννάκου κάτω από τη δική του κουβέρτα γα να ξεγελάσει τους αστυνομικούς που άνοιγαν την πόρτα για να επιβεβαιώνουν ότι οι κρατούμενοι ασθενείς ήταν μέσα. Το πέτυχε. Κοντά στα χαράματα, φορώντας την ποδιά και την περούκα και κρατώντας και ένα τσαντάκι με τα ξυριστικά του, έφυγε σαν... κύριος την ώρα της αλλαγής της βάρδιας των γιατρών από την κεντρική είσοδο.Σήμανε συναγερμός και ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό. Δεν τον επηρέασε. Αλλαζε πολύ συχνά κρησφύγετα με τη βοήθεια ομοϊδεατών συναδέλφων του. Εφυγε κάποια στιγμή με το πλοίο για την Κρήτη, πάντα μεταμφιεσμένος και μοιάζοντας, όπως ο ίδιος περιέγραφε αργότερα, με Αφρικανό ή απόγονο Αφρικανών. Φιλοξενήθηκε για λίγο από τον ηγούμενο της Μονής της Παντάνασσας στο Ηράκλειο και μετά επέστρεψε στην Αθήνα.
Στη συνέχεια διέφυγε στο Λονδίνο ταξιδεύοντας με πλαστό διαβατήριο με άγνωστο ονοματεπώνυμο -σύμφωνα με κάποιες πηγές ως «Γεώργιος Καυκιτζίδης»- μέσω Ηγουμενίτσας, Ιταλίας, Γενεύης και Γαλλίας.
Μαζί με έναν φίλο του άνοιξαν στο Λονδίνο ένα μικρό μεταφραστικό γραφείο. Παρέμεινε εκεί έως ότου τα αδικήματα, για τα οποία κατηγορούνταν, παραγράφηκαν με την πάροδο 20ετίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα. Πρώτα στα Χανιά, όπου άλλαξε το επίθετό του με δικαστική απόφαση σε Μπόλαρης-Αλκαλίνης και στη συνέχεια έμεινε σε μια ήσυχη γειτονιά στο Μαρούσι και εργάστηκε ως μεταφραστής. Εφυγε από τη ζωή στις 26 Αυγούστου 2018.