Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Μουσείο Ταφής Ηρακλείου.

“Το οστεοφυλάκιο μεταφέρθηκε πιο πέρα”, μου εξήγησε. “Εδώ τώρα το έχουν κάνει μουσείο της Ταφής”. 

Έκπληκτος, ακολούθησα τα παιδιά στην είσοδο του κτιρίου. Εκεί όπου παλιά φυλάσσονταν τα κασελάκια με τα οστά, τώρα βρίσκονταν άμφια, εικόνες μεγάλων αγιογράφων, εκκλησιαστικά είδη διαφόρων εποχών αλλά κι ένα μικρό εκθετήριο δώρων. Μια νέα κοπέλα άρχισε να εξηγεί στα παιδιά τα εκθέματα, όμως η βαβούρα ήταν μεγάλη και για να βρω λίγη ησυχία κατέφυγα στον πάνω όροφο που έμοιαζε να έχει πρόσφατα φτιαχτεί.


Εκεί επάνω, κυκλικά, αναπτυσσόταν η Ιστορία της ταφής στην Κρήτη από τα χρόνια του Μίνωα και της Πασιφάης μέχρι σήμερα. Πήλινα κιούπια, λάρνακες, ακόμη και μια αναπαράσταση καύσης νεκρού είχανε στήσει. Και στον τοίχο μια εκπληκτικής ομορφιάς αγιογραφία του Κλώντζα από τα χρόνια της Ενετοκρατίας σε μεγέθυνση. Μια άλλη κοπέλα, εθελόντρια κι αυτή, ανέλαβε πρόσχαρα να με ξεναγήσει στον χώρο. Μια μουσική υποβλητική ξεχυνόταν από τα κρυμμένα ηχεία.


Μα τι υπέροχη ιδέα είναι ετούτο το μουσείο, σκεφτόμουν όλη εκείνη την ώρα που κοίταζα ένα γύρο. (Αργότερα έμαθα πως πίσω απ' όλα αυτά -κι άλλα ακόμη- κρυβόταν ο ζήλος του ιερέα του ναού, του πατέρα Κωνσταντίνου Πιτσικάκη. Θα ήθελα εδώ να αναφέρω και τα ονόματα των δυο κοριτσιών που βοηθούν εθελοντικά σε τούτο το έργο του μουσείου, την Ανδρονίκη Καλομοίρη και την Μαρία Πιτσικάκη. Το καλό έχει όνομα και πρέπει να φανερώνεται).


Φεύγοντας από το μουσείο, αγόρασα το ξεχωριστό βιβλίο του Μανώλη Δρακάκη, Η Ιστορία της ταφής στην Κρήτη. Σαν βγήκα έξω, ο ήλιος που χτυπούσε πάνω στα μάρμαρα των τάφων, με τύφλωσε προσωρινά. Φόρεσα τα μαύρα γυαλιά μου. Και πριν βγω από τη σιδερένια καγκελόπορτα του κοιμητηρίου και χαθώ στη βουή της πόλης, συλλογίστηκα πως ακόμη κι από μακριά, από τις Ουράνιες βοσκές που λέει κι ο Στάινμπεκ, η μάνα μου μου 'καμε ένα τελευταίο δώρο, τούτη την επίσκεψή μου στο Μουσείο της Ταφής, επίσκεψη αναπάντεχη που απάλυνε κάπως -αν γίνεται- τον πόνο της απουσίας της.


Άρης Σφακιανάκης, 





Δεν υπάρχουν σχόλια: