Οι ηγέτες της Ευρωζώνης υποσχέθηκαν να κάνουν ‘οτιδήποτε χρειαστεί’ προκειμένου να διασφαλίσουν τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αγορά ιταλικών και ισπανικών ομολόγων την καθιστά τον μοναδικό θεσμό της Ευρωζώνης που ανταποκρίνεται σε αυτές τις δεσμεύσεις με πράξεις. Τα υπόλοιπα κομμάτια του συστήματος διακυβέρνησης της Ευρωζώνης – και πρωτίστως οι εκλεγμένοι επικεφαλής αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων – θα πρέπει τώρα να επιδείξουν την ίδια αποφασιστικότητα προκειμένου να λυθεί η υπαρξιακή κρίση του ευρώ.
Σωστά η ΕΚΤ ενεργοποίησε ξανά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μέσω του οποίου παλαιότερα είχε προβεί σε αγορές ελληνικών, ιρλανδικών και πορτογαλικών κρατικών τίτλων. Πολύ σωστά επίσης η κεντρική τράπεζα αιτιολόγησε την απόφασή της όχι σε όρους ανάγκης για τη συμπίεση των διαφορών αποδόσεων της ευρωπαϊκής περιφέρειας αλλά διαφύλαξης της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών μετάδοσης των επιτοκίων της ΕΚΤ στην πραγματική οικονομία. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Σε αντίθεση με τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους των κρατών της περιφέρειας δεν υπάρχει καμιά νομική σκιά ως προς τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ να διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της νομισματικής πολιτικής. Και είναι σίγουρα προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος που προσπαθεί να το κάνει. Θα ήταν δύσκολο να διατηρεί υπό έλεγχο τις πιστωτικές συνθήκες με τράπεζες που υφίστανται τρομακτικές πιέσεις εξαιτίας της κατάρρευσης της αγοραίας αξίας των βασικότερων στοιχείων του ενεργητικού τους.
Αλλά ο βασικός στόχος – και γι’ αυτό φωνάζουν οι αγορές – είναι η αποτροπή μιας μαζικής φυγής επενδυτικών κεφαλαίων που θα έβγαζαν το κόστος δανεισμού της Μαδρίτης και της Ρώμης εκτός ελέγχου. Αυτή θα έπρεπε να είναι η μείζονα προτεραιότητα όλων των πολιτικών της Ευρωζώνης. Αφήνοντας την ΕΚΤ να το παλεύει μόνη της, τροφοδοτούν έναν μέγιστο πολιτικό και οικονομικό κίνδυνο.
Ο οικονομικός κίνδυνος έχει να κάνει με το ότι δεν είναι σίγουρο πόσα μπορεί να πετύχει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Ο άμεσος αντίκτυπός του υπήρξε βέβαια τεράστιος: τη Δευτέρα, για παράδειγμα, οι αποδόσεις των ιταλικών και ισπανικών ομολόγων μειώθηκαν σχεδόν κατά 100 μονάδες βάσης. Αλλά το αν αυτά τα αποτελέσματα θα έχουν διάρκεια, θα εξαρτηθεί από την κλίμακα των μελλοντικών παρεμβάσεων της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων δεν απέτρεψε την αύξηση των αποδόσεων των ιρλανδικών και πορτογαλικών ομολόγων κοντά στο 10%. Μια περιορισμένη παρέμβαση μπορεί να υπονομεύσει το αίσθημα των αγορών περισσότερο από την παντελή απουσία παρεμβάσεων.
Η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ ενέχει και πολύ σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους, ιδίως αν οι παρεμβάσεις της προσλάβουν αρκούντως μεγάλες διαστάσεις ώστε να αποδώσουν αποτελέσματα. Αυτό φοβίζει πρωτίστως τη Γερμανία και τις χώρες συμμάχους της που θεωρούν το πρόγραμμα της ΕΚΤ ισοδύναμο με μέτρα πληθωρισμού του χρέους. Σε περίπτωση που φτάσουμε στα χειρότερα και η ΕΚΤ καταγράψει ζημιές από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, θα πρέπει να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της βάση μέσω μιας διαδικασίας που θα αποβεί άκρως τοξική πολιτικά. Η ειρωνεία είναι ότι αυτός ο κίνδυνος καθίσταται μεγαλύτερος εξαιτίας των γερμανικών αντιστάσεων στην αύξηση της δανειοδοτικής ισχύος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Και αυτό ήταν άλλωστε που υποχρέωσε την ΕΚΤ να κλιμακώσει τη δράση της προκειμένου να καλύψει το σχετικό κενό.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, έχει επομένως κάθε λόγο να ζητά επίμονα δημοσιονομική στήριξη. Μπορεί να ελπίζει ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της κεντρικής τράπεζας αποτελεί απλά μια γέφυρα μέχρις ότου λάβει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τις ήδη συμπεφωνημένες εξουσιοδοτήσεις των εθνικών κυβερνήσεων ώστε να μπορεί να αγοράζει ομόλογα. Αυτή θα ήταν βέβαια η καλύτερη λύση – αλλά η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι σίγουρη γι’ αυτό γιατί δεν αποκλείεται τα απείθαρχα κράτη να αρνηθούν να δώσουν στον μηχανισμό τις αρμοδιότητες που συμφωνήθηκαν την 21η Ιουλίου, πολύ περισσότερο δε τις ακόμα μεγαλύτερες αρμοδιότητες που πραγματικά χρειάζεται.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επισπεύσουν την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Σε αντάλλαγμα, τα κράτη δανειολήπτες θα πρέπει να συνεχίσουν τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών τους. Για να γίνει όμως αυτό απαιτούνται τόσο αξιόπιστα μέτρα μείωσης του ελλείμματος όσο και αξιόπιστες στρατηγικές ανάπτυξης. Από την άποψη αυτή η Ισπανία έχει πολύ περισσότερα να δείξει από την Ιταλία. Το πρόγραμμα για την περιστολή του δημόσιου ελλείμματος της Μαδρίτης εφαρμόζεται με συνέπεια και επιτυγχάνει τους στόχους του – παρά την πρόσφατη απόσυρση ορισμένων φορολογικών μέτρων σε απάντηση προς την τελευταία αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ – και η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα απελευθέρωσης των αγορών απασχόλησης.
Αντίθετα, στην Ιταλία η ανυποληψία της πρωθυπουργίας Μπερλουσκόνι αποσπά την προσοχή από τα πιεστικά ζητήματα. Μόνο την έσχατη ώρα αποφάσισε η ιταλική κυβέρνηση να ανακοινώσει μέτρα προκειμένου να καθησυχάσει τις ταραγμένες χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιφανειακά τα μέτρα μοιάζουν καλά στοχευμένα – π.χ. άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και εμπροσθοβαρείς περικοπές του ελλείμματος – αλλά η Ρώμη έχει χάσει την αξιοπιστία που διέθετε κατά τη δεκαετία του 1990. Οι αγορές δεν πρόκειται να εμπιστευτούν τον Ιταλό πρωθυπουργό και τις δεσμεύσεις του μέχρι να τις δουν να υλοποιούνται.
Αν και η Ιταλία και η Ισπανία δεν βρίσκονται σε προγράμματα διάσωσης της Ευρωζώνης έρχονται όλο και συχνότερα αντιμέτωπες με μια υπαγόρευση των όρων της εθνικής τους πολιτικής από την Ευρώπη. Πρόκειται για τη μέλλουσα τάξη πραγμάτων: οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα εξαγοράζουν την αλληλεγγύη της Ευρωζώνης καταβάλλοντας το κόστος ενός συλλογικού ευρωπαϊκού ελέγχου επί της εθνικής οικονομικής πολιτικής τους. Αυτό καθιστά ακόμα πιο σημαντική για τη νέα οικονομική διακυβέρνηση την εστίαση στους σωστούς στόχους: πρέπει να αποδοθεί τόση προσοχή στην ανάπτυξη όσο και στη δημοσιονομική ορθότητα, τόση προσοχή στα ιδιωτικά ελλείμματα όσο και στα δημόσια ελλείμματα, ενώ οι κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται με αυτόματους μηχανισμούς και να μην εξαρτώνται από τα παζάρια και τη βούληση των μεγάλων δυνάμεων. Το παλαιό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης στερούνταν όλων αυτών των στοιχείων. Γι’ αυτό άλλωστε απέτυχε.
Αν δεν λυθεί η κρίση χρέους και ανάπτυξης της Ευρώπης, διακινδυνεύει η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αλλά για να λυθεί πρέπει να πειστούν οι ψηφοφόροι να στηρίξουν τα απαραίτητα μέτρα. Κι αυτό είναι κάτι που μπορούν να πετύχουν μόνο οι πολιτικοί, όχι οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου