του Στέφανου Κασιμάτη
Καθημερινή
17 Ιουλίου 2012
Ως εδώ ήταν λοιπόν. Ησυχα και αθόρυβα -τόσο ήσυχα που σχεδόν δεν καταλάβαμε ότι συνέβη- εξέπνευσε το πρωί η καημένη, έπειτα από άνιση μάχη που έδωσε επί τρία χρόνια. Την αγαπήσαμε σφοδρά στην αρχή. Αργότερα την κατηγορήσαμε για πολλά - κάποιες φορές αδίκως. Υπήρξαν και στιγμές που τη μισήσαμε κιόλας. Πάντως, τώρα που επήλθε το μοιραίο (παρότι -ας μου συγχωρεθεί η ασέβεια- μας έβγαλε την πίστη ώσπου να τα κακαρώσει...) προσωπικώς στέκομαι απέναντι στο γεγονός με αντικρουόμενα συναισθήματα, στα οποία επικρατεί μάλλον η συγκίνηση, αφού μέσα στη Μεταπολίτευση, που παρέδωσε το πνεύμα χθες νικημένη από τη χρεοκοπία, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ζωής μου.
Τα γεγονότα-ορόσημα που σημαίνουν τη συμβολική αρχή και το συμβολικό τέλος μιας εποχής τα επιλέγουν με τη σοφία της κρίσης τους οι ιστορικοί και τα επιβάλλει ο χρόνος και η αποδοχή των γενεών που ακολουθούν. Ιστορικός δεν είμαι για να διεκδικήσω την αυθεντία της κρίσης μου, αλλά με το προνόμιο της δημοσιογραφικής ελευθεριότητας -νοουμένης ως γενναιοδωρίας κατά την κρίση- η λιτή ανακοίνωση, με την οποία η Προεδρία της Δημοκρατίας ανήγγειλε χθες ότι φέτος δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί η καθιερωμένη δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, θα έλεγα ότι είναι το συμβολικό τέλος της εποχής την οποία βαφτίσαμε με το όνομα του γεγονότος από το οποίο ξεκίνησε: Μεταπολίτευση.
Ως αιτία της ματαίωσης αναφέρεται ότι η δαπάνη θα αποτελούσε πρόκληση εν σχέσει με «την δοκιμασία που περνά ο ελληνικός λαός». Πρόκειται, φυσικά, για εύσχημη δικαιολογία. Διότι πόσο προκλητικό θα ήταν τέλος πάντων το κόστος της πορτοκαλάδας, που θα προσφερόταν στους προσκεκλημένους; Νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος είναι η χρεοκοπία αυτού που συμβόλιζε η γιορτή, η χρεοκοπία της πολιτείας που φτιάξαμε μετά την πτώση της δικτατορίας. Τι να γιορτάσουμε δηλαδή; Οτι για να επιβιώσουμε βασιζόμαστε στην «καλοσύνη των ξένων»; Οτι για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις πρέπει να περικόψουμε το κατ’ εξοχήν δημιούργημα -για να μην πω «τερατούργημα»- της Μεταπολίτευσης, το κράτος; Οτι το βασικό επίτευγμα της οικονομίας μας ήταν η παραγωγή 2.500.000 συνταξιούχων; Οτι ακόμη δεν λέμε να χωνέψουμε πως δεν είναι δυνατόν να ζούμε υπεράνω των οικονομικών δυνατοτήτων μας; Οτι οι μισθωτοί, που ούτως ή άλλως πλήρωναν πάντα φόρους, φέτος θα χρειαστούν σχεδόν έναν χρόνο για να πληρώσουν τους απανωτούς λογαριασμούς της εφορίας; Οτι, στον ιδιωτικό τομέα, σημειώσαμε ρεκόρ με 1.110.000 ανέργους; Οτι το περιλάλητο «δημοκρατικό δικαίωμα» κατάντησε πρόσχημα για να επιβάλλεται ο φασισμός της Αριστεράς και το κράτος να μην τολμά να παρέμβει; (Βλέπε περίπτωση Ελληνικής Χαλυβουργίας. Θυμίζω επίσης και τους νεκρούς της Marfin, που τόσο γρήγορα ξεχάσαμε...) Οτι, σε τελευταία ανάλυση, σχεδόν παντού στην κοινωνία, ο τσαμπουκάς, η ανομία, το «έτσι γουστάρω» εκλαμβάνονται ως εκδηλώσεις δημοκρατικών ελευθεριών;
Καθημερινή
17 Ιουλίου 2012
Ως εδώ ήταν λοιπόν. Ησυχα και αθόρυβα -τόσο ήσυχα που σχεδόν δεν καταλάβαμε ότι συνέβη- εξέπνευσε το πρωί η καημένη, έπειτα από άνιση μάχη που έδωσε επί τρία χρόνια. Την αγαπήσαμε σφοδρά στην αρχή. Αργότερα την κατηγορήσαμε για πολλά - κάποιες φορές αδίκως. Υπήρξαν και στιγμές που τη μισήσαμε κιόλας. Πάντως, τώρα που επήλθε το μοιραίο (παρότι -ας μου συγχωρεθεί η ασέβεια- μας έβγαλε την πίστη ώσπου να τα κακαρώσει...) προσωπικώς στέκομαι απέναντι στο γεγονός με αντικρουόμενα συναισθήματα, στα οποία επικρατεί μάλλον η συγκίνηση, αφού μέσα στη Μεταπολίτευση, που παρέδωσε το πνεύμα χθες νικημένη από τη χρεοκοπία, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ζωής μου.
Τα γεγονότα-ορόσημα που σημαίνουν τη συμβολική αρχή και το συμβολικό τέλος μιας εποχής τα επιλέγουν με τη σοφία της κρίσης τους οι ιστορικοί και τα επιβάλλει ο χρόνος και η αποδοχή των γενεών που ακολουθούν. Ιστορικός δεν είμαι για να διεκδικήσω την αυθεντία της κρίσης μου, αλλά με το προνόμιο της δημοσιογραφικής ελευθεριότητας -νοουμένης ως γενναιοδωρίας κατά την κρίση- η λιτή ανακοίνωση, με την οποία η Προεδρία της Δημοκρατίας ανήγγειλε χθες ότι φέτος δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί η καθιερωμένη δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, θα έλεγα ότι είναι το συμβολικό τέλος της εποχής την οποία βαφτίσαμε με το όνομα του γεγονότος από το οποίο ξεκίνησε: Μεταπολίτευση.
Ως αιτία της ματαίωσης αναφέρεται ότι η δαπάνη θα αποτελούσε πρόκληση εν σχέσει με «την δοκιμασία που περνά ο ελληνικός λαός». Πρόκειται, φυσικά, για εύσχημη δικαιολογία. Διότι πόσο προκλητικό θα ήταν τέλος πάντων το κόστος της πορτοκαλάδας, που θα προσφερόταν στους προσκεκλημένους; Νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος είναι η χρεοκοπία αυτού που συμβόλιζε η γιορτή, η χρεοκοπία της πολιτείας που φτιάξαμε μετά την πτώση της δικτατορίας. Τι να γιορτάσουμε δηλαδή; Οτι για να επιβιώσουμε βασιζόμαστε στην «καλοσύνη των ξένων»; Οτι για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις πρέπει να περικόψουμε το κατ’ εξοχήν δημιούργημα -για να μην πω «τερατούργημα»- της Μεταπολίτευσης, το κράτος; Οτι το βασικό επίτευγμα της οικονομίας μας ήταν η παραγωγή 2.500.000 συνταξιούχων; Οτι ακόμη δεν λέμε να χωνέψουμε πως δεν είναι δυνατόν να ζούμε υπεράνω των οικονομικών δυνατοτήτων μας; Οτι οι μισθωτοί, που ούτως ή άλλως πλήρωναν πάντα φόρους, φέτος θα χρειαστούν σχεδόν έναν χρόνο για να πληρώσουν τους απανωτούς λογαριασμούς της εφορίας; Οτι, στον ιδιωτικό τομέα, σημειώσαμε ρεκόρ με 1.110.000 ανέργους; Οτι το περιλάλητο «δημοκρατικό δικαίωμα» κατάντησε πρόσχημα για να επιβάλλεται ο φασισμός της Αριστεράς και το κράτος να μην τολμά να παρέμβει; (Βλέπε περίπτωση Ελληνικής Χαλυβουργίας. Θυμίζω επίσης και τους νεκρούς της Marfin, που τόσο γρήγορα ξεχάσαμε...) Οτι, σε τελευταία ανάλυση, σχεδόν παντού στην κοινωνία, ο τσαμπουκάς, η ανομία, το «έτσι γουστάρω» εκλαμβάνονται ως εκδηλώσεις δημοκρατικών ελευθεριών;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου