Η ευρωζώνη είναι στα πρωτοσέλιδα. Για άλλη μία φορά, ολόκληρος ο πλανήτης είναι αναγκασμένος να παρακολουθεί μία μικρή χώρα –αυτή τη φορά την Κύπρο, με μία οικονομία μικρότερη από αυτή του Βερμόντ- να απειλεί δυνητικά την ακεραιότητα του ευρώ. Λίγο καιρό πριν, τα αποτελέσματα των γενικών εκλογών στην Ιταλία ήταν συγκλονιστικά –πόσο συχνά άλλωστε συγκεντρώνει ο πρώην πρωθυπουργός μόνο 10 τοις εκατό της συνολικής ψήφου;
Και τα δύο γεγονότα μας θυμίζουν το γεγονός ότι, μετά από την περίοδο ηρεμίας που ακολούθησε την τολμηρή και δυναμική καθιέρωση ενός ανασταλτικού μηχανισμού υπό όρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η ευρωζώνη ακόμα δεν έχει επιλύσει τα βασικά της προβλήματα. Σε τελική ανάλυση, θα πρέπει να καταρτιστούν μακροπρόθεσμες, στρατηγικές λύσεις, σε αντίθεση με τις βραχυπρόθεσμες λύσεις που παρατηρούνται μέχρι στιγμής.
Τα προβλήματα της ευρωζώνης είναι απολύτως κατανοητά. Ορισμένες χώρες πρέπει να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Οι ισολογισμοί πρέπει να ενισχυθούν. Και κάποια από τα χρέη δεν πρόκειται να αποπληρωθούν ποτέ –παρόλο που δεν έχει απαντηθεί ακόμα το ερώτημα του ποιος ακριβώς θα φέρει τις απώλειες.
Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα, και για να επιστρέψουν οι ισολογισμοί σε βιώσιμα επίπεδα, η ανάπτυξη στην Ευρώπη χρειάζεται να δρομολογηθεί εκ νέου. Και, για να διασφαλιστεί αυτή η ανάπτυξη, οι ευάλωτες οικονομίες θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας τους ρυθμούς ανάπτυξής τους.
Αλλά, ακόμα και αν αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι η λύση σε πολλά από τα προβλήματα της Ευρώπης, σίγουρα δε φαίνεται να αποτελούν το επίκεντρο των ευρωπαϊκών συζητήσεων. Αντιθέτως, οι συζητήσεις φαίνεται να περιστρέφονται σε μεγάλο βαθμό γύρω από τη λιτότητα –στο κόστος της, στο αν είναι αρκετή ή στο αν είναι υπερβολική.
Πράγματι, οι κυβερνήσεις πρέπει να «κλείσουν» τα διαρθρωτικά τους ελλείμματα, ώστε τα χρέη να μην τους γίνουν δυσβάσταχτο βάρος. Και πρέπει να τους δούμε να το κάνουν αυτό, με αποτέλεσμα, ενώ οι οικονομίες τους ρυθμίζονται, να μπορούν να δανειστούν από την αγορά σε λογικές τιμές. Αλλά, η εστίαση στη λιτότητα και μόνο, δίχως παράλληλο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κινδυνεύει να υπονομεύσει την ανάπτυξη, τρομάζοντας τους επενδυτές και διατρέχοντας παράλληλα τον κίνδυνο να απορριφθεί από τους ψηφοφόρους.
Η συντριπτική ήττα του Μάριο Μόντι στην Ιταλία, αποδεικνύει ξεκάθαρα τα παραπάνω. Η κυβέρνηση Μόντι εκπλήρωσε τις άμεσες προκλήσεις για συρρίκνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Ωστόσο, το έκανε σε μεγάλο βαθμό μέσω της αύξησης των εσόδων.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για τους οποίους οι κυβερνήσεις προβαίνουν σε αυξήσεις εσόδων, αντί να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις και περικοπές δαπανών, για να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Μπορούν να αυξηθούν οι φόροι, και να αποθηκευτούν τα έσοδα, σχετικά γρήγορα, επιτρέποντας έτσι στις κυβερνήσεις να δείξουν την αποφασιστικότητά τους γρήγορα και ξεκάθαρα. Αντιθέτως, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι περικοπές στα προγράμματα δαπανών, τείνουν να απαιτούν διαβουλεύσεις και συναινέσεις. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο για να αποφέρουν καρπούς.
Ωστόσο, μία προσέγγιση που εστιάζει στην αύξηση των εσόδων, εμπεριέχει τρία βασικά προβλήματα. Πρώτον (ένα ζήτημα που έχει συζητηθεί πολύ), η βραχυπρόθεσμη λιτότητα αποδυναμώνει την ανάπτυξη, κι έτσι διακινδυνεύει να επιτείνει την ύφεση που οδήγησε εξαρσχής στην αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Δεύτερον (ένα ζήτημα που δεν συζητείται το ίδιο συχνά), η έλλειψη διαβούλευσης και δημιουργίας συμμαχιών σχετικά με την αύξηση της φορολογίας, σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις μπορεί να μην έχουν εξασφαλίσει την ευρεία αποδοχή και την «εξαγορά» που χρειάζονται, όταν έρχονται αντιμέτωπες με το εκλογικό σώμα.
Και τρίτον, επικεντρωνόμενοι αποκλειστικά στη βραχυπρόθεσμη λιτότητα, οι πολιτικοί ρισκάρουν την εσφαλμένη ερμηνεία των ανησυχιών των επενδυτών. Οι αγορές δεν έχουν αποκλειστική –ή ακόμα και ιδιαίτερη- εμμονή με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα ανά τρίμηνο. Αντιθέτως, οι επενδυτές απαιτούν διαβεβαίωση ότι το χρέος και τα ελλείμματα, θα είναι βιώσιμα σε μακροπρόθεσμη βάση. Από μόνα τους, τα μέτρα βραχυπρόθεσμης λιτότητας δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να ικανοποιηθούν οι επενδυτές. Μία διαφανής και αξιόπιστη δέσμευση για μεταρρυθμίσεις, είναι πιθανό να εφοδιάσει την αγορά με περισσότερη άνεση.
Αυτό, δε συνιστά σε καμία περίπτωση συνταγή για δημοσιονομική ανευθυνότητα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να δεσμευτούν στη δημοσιονομική πειθαρχία. Αλλά, θα πρέπει να το κάνουν, ακολουθώντας το σωστό χρονοδιάγραμμα. Τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια θα πρέπει να είναι ορατά και αξιόπιστα βιώσιμα. Ο μόνος τρόπος να κερδηθεί η αξιοπιστία αυτή, είναι αν τα δημοσιονομικά σχέδια είναι συγκεκριμένα και λεπτομερή. Τα σχέδια οφείλουν να καθορίζουν ποιες περιοχές των δαπανών θα πρέπει να κοπούν, το πότε και το κατά πόσο. Στη συνέχεια, οι κυβερνήσεις θα μπορούν να λογοδοτήσουν βάσει αυτών των σχεδίων. Και, παράλληλα, θα μπορούν να αφιερώσουν χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να ενισχύσουν τους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αν οι αγορές δουν ότι υπάρχει πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν την ανάπτυξη, και αν υπάρχουν λεπτομερή, αξιόπιστα σχέδια για μειώσεις των δαπανών μεσοπρόθεσμα, το πιθανότερο είναι να είναι πολύ πιο επιεικείς σχετικά με τα βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά ελλείμματα. Και, αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει μικρότερη ανάγκη για λιτότητα, η οποία βλάπτει την ανάπτυξη.
Φυσικά, είναι δύσκολο να δεσμευτούν αξιόπιστα οι κυβερνήσεις σε μεσοπρόθεσμες ρυθμίσεις και δημοσιονομικά σχέδια. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ότι δεν θα ακολουθήσουν αυτά τα σχέδια, εφόσον μειωθούν οι πιέσεις της αγοράς. Και, ακόμη και αν επιθυμούν να το πράξουν, η επανεκλογή τους δεν είναι εγγυημένη –έτσι, είναι πιθανό ότι η εφαρμογή των μέτρων θα μεταβιβαστεί σε άλλους. Αυτό επιφέρει αναπόφευκτα έναν δυσάρεστο βαθμό αβεβαιότητας.
Αυτό σημαίνει ότι, είναι ακόμα πιο σημαντικό για τις κυβερνήσεις να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν ουσιαστική και ευρεία συναίνεση για τα προγράμματά τους. Και δείχνει επίσης, ότι οφείλουν να επικεντρωθούν στην οικοδόμηση πολιτικά ανεξάρτητων οργανισμών που θα παρακολουθούν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Με την πάροδο του χρόνου, και καθώς θα καθιερώνονται τέτοιου είδους θεσμικά όργανα, θα πρέπει να γίνει πιο δύσκολο για τις μελλοντικές κυβερνήσεις να αποκλίνουν από τα μεσοπρόθεσμα αυτά δημοσιονομικά σχέδια.
Η συζήτηση αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και σημαντικό εταίρο της Γερμανίας, καθώς η ευρωζώνη οικοδομεί και βαθαίνει τα θεσμικά της όργανα. Είναι σαφές, ότι ο Πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ, οφείλει να παραμείνει προσηλωμένος στη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική εξυγίανση. Εξάλλου, η Γαλλία δεν έχει εμφανίσει πλεόνασμα προϋπολογισμού εδώ και 30 χρόνια. Ωστόσο, οι αγορές δεν θα πρέπει να ανησυχούν υπερβολικά για το ακριβές δεκαδικό ψηφίο στα τελευταία στοιχεία του ελλείμματος. Ο Γάλλος πρόεδρος οφείλει να μην ξοδέψει το εναπομένον πολιτικό κεφάλαιο σε περαιτέρω βραχυπρόθεσμα προ-κυκλικά δημοσιονομικά μέτρα. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να καθησυχάσει τους επενδυτές σχετικά με δύο πράγματα. Πρώτον, ότι έχει ένα μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο. Και δεύτερον, ότι θα «ρίξει το πολιτικό του βάρος» πίσω από την υπόσχεσή ότι θα χειραγωγήσει ένα ορθολογικό και, τουλάχιστον σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα, φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, μέσω του κοινοβουλίου.
Τίποτα από αυτά δεν είναι εύκολο. Ωστόσο, η μοίρα του κ. Μόντι επιδεικνύει σίγουρα τους κινδύνους, και για τους πολιτικούς αλλά και για το κράτος, των στρατηγικών που βασίζονται υπερβολικά στη βραχυπρόθεσμη λιτότητα. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που τα προ-κυκλικά μέτρα επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις αντιλαϊκές αυξήσεις εσόδων. Το ιταλικό εκλογικό σώμα μας το έδειξε αυτό, και αποτελεί μάθημα το οποίο δεν πρέπει να αγνοηθεί, είτε στο Παρίσι είτε οπουδήποτε αλλού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου