Η συγκλονιστική επιστολή που απέστειλε στον "Εξάντα" ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος, που έχασε την ακοή του κι από τα δύο αυτιά, από χειροβομβίδα κρότου-λάμψης που έριξαν οι αστυνομικές δυνάμεις σε απόσταση αναπνοής από τον ίδιο, την Τετάρτη 15 Ιουνίου. Ο δημοσιογράφος κάλυπτε τις διαδηλώσεις, ενώ στην προσπάθεια του να φτάσει πεζός στο νοσοκομείο μετά τον τραυματισμό του, ξυλοκοπήθηκε άγρια από...
μέλη της ομάδας ΔΕΛΤΑ. Ακολουθεί αναλυτικά το κείμενο του δημοσιογράφου:
«Ήταν κάπου 9 το πρωί στις 15 Ιουνίου, όταν έφτασα με το μετρό στο Σύνταγμα. Αποφάσισα να μη βγω στον κεντρικό χώρο της πλατείας αλλά στην έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, είδα στη Βασιλίσσης Σοφίας κάτι που με «πάγωσε».
Ένα σιδερένιο τείχος. Ένα τείχος που όμοιό του είχα δει να στήνουν οι πάνοπλοι ισραηλινοί στρατιώτες απέναντι από τους άοπλους Παλαιστινίους αμάχους.
Αμέσως ένα προαίσθημα ανησυχία και ενδόμυχα ένας φόβος αν θέλεις με κυρίεψε. Αυτοί τη φορά ήταν αποφασισμένοι για όλα είπα μέσα μου.
Αυτό με έκανε να είμαι πιο προσεκτικός και πιο επιφυλακτικός. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να ξεσπάσει η «φωτιά».
Οι απλοί έλληνες πολίτες που βρίσκονταν εκεί, ήταν και αυτοί προβληματισμένοι με τους αστυνομικούς «ρόμποκοπ» όπως τους ονόμαζαν κοροϊδευτικά, λόγω των ειδικά ενισχυμένων στολών που φορούσαν.
Η ώρα περνούσε όταν ξαφνικά βρισκόμενος στο τέλος της πλατείας Συντάγματος, άρχισε ομοβροντία χημικών, δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου λάμψης. Μαζική και χωρίς στόχευση. Ο κόσμος πανικόβλητος έτρεχε να κρυφτεί. Και εγώ μαζί τους σε μια γωνιά Μητροπόλεως και Φιλελλήνων. Με το ένα το κινητό για να μεταδίδω με την άλλη η φωτογραφική μηχανή. Τα λεπτά ατελείωτα και μαζί το κλάμα και η δυσφορία στην αναπνοή. «Θα αντέξεις» έλεγα στον εαυτό μου δίνοντας κουράγιο. Βλέπω μέσα από την στοά του υπουργείου Οικονομικών πίσω από τα ΜΑΤ να βγαίνουν κουκουλοφόροι με καδρόνια στα χέρια. «Πάγωσα».
Αυτό δεν πρέπει να το χάσω είπα.
Μα ξαφνικά μπροστά μου σωριάζεται ένας ηλικιωμένος. Δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Μαζί με κάποιους άλλους συμπολίτες μας, τον σηκώσαμε και τον πήγαμε στο πρόχειρο ιατρείο στην πλατεία.
Βλέποντας, θυμήθηκα τα πρόχειρα νοσοκομεία εκστρατείας που είχα δει στο Κόσοβο. Πραγματικά πεδίο μάχης μέσα στην πρωτεύουσα της χώρας μου. Της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Συνέχισα. Αυτή τη φορά τα επεισόδια γίνονταν Φιλελλήνων και Ξενοφώντος. Με μεγαλύτερη ένταση. Χωρίς κουκουλοφόρους. Τα ΜΑΤ έριχναν αδιάκριτα και αναίτια χειροβομβίδες κρότου λάμψης και χημικά. Το ίδιο σκηνικό. Κανένα έλεος σε κανέναν. Τα ΜΑΤ χτυπούσαν με τα κλομπ ό,τι κινιόταν. Μια φρενίτιδα οργής και βίας. Σαν κοπάδι καρχαριών.
Αυτό με έκανε να μπω στις αρχές μιας στοάς επί της Φιλελλήνων, να μεταδίδω και να τραβώ φωτογραφίες από εκεί.
Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος μου.
Οπισθοχωρώντας μια ομάδα των ΜΑΤ, ο διμοιρίτης με ρωτάει γιατί τραβάω φωτογραφίες.
Και ξέροντας τη διαδικασία του λέω είμαι δημοσιογράφος και του δείχνω την ταυτότητα της Ενώσεως Συντακτών. Μάταια. Αυτό τον εξόργισε.
Αφού με στόλισε σε «άψογα γαλλικά», με δείχνει με το δάκτυλο σε έναν από την ομάδα του. Κατάλαβα πως κάτι θα γινόταν. Αλλά πίστευα πως το πολύ-πολύ να εισέπραττα καμία «βουρδουλιά».
Όχι. Ο ευτραφής άνδρας των ΜΑΤ σε κλάσματα δευτερολέπτων πετάει μπροστά μου μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης.
Όταν η προβλεπόμενη απόσταση έκρηξης είναι 50 μέτρα, καταλαβαίνετε τι έπαθα όταν η έκρηξη έγινε στους 50 πόντους.
Ένιωσα όλο το σώμα μου να τινάζεται, πέφτω μέσα στην στοά και για δευτερόλεπτα νόμιζα πως ήμουν νεκρός.
Λίγο μετά ένιωσα χέρια να με σηκώνουν και θολά να προσπαθώ να τους δω. Δεν μπορούσα όμως να τους ακούσω.
Ήταν ο Γιώργος, ο Τάκης, η Μαρία, η Κωνσταντίνα, ο Νίκος και ο Πρόδρομος, όπως έμαθα μετά. Ζαλισμένος και λουσμένος με λίτρα νερού, προσπαθούσα να συνέλθω.
«Πρέπει να φύγεις να πας στο νοσοκομείο» μου έλεγαν με νοήματα.
Κατάλαβα πως έπρεπε να το κάνω αμέσως.
Με δυσκολία άρχισα να ανεβαίνω την Φιλελλήνων. Για να κατευθυνθώ προς το Ζάππειο και μετά στον Ευαγγελισμό, πεζός.
Μαζί και δεκάδες άλλοι απλοί πολίτες, κάποιοι από αυτούς με τα παιδιά τους που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Εκεί όμως μας περίμενε μια δεύτερη μεγάλη έκπληξη.
Μια ομάδα δειλών (ας μου επιτραπεί η έκφραση) της «Ομάδας Δέλτα» με μηχανές μας περικυκλώνει, όπως οι Ινδιάνοι τη μονάδα του στρατηγού Κάστερ.
Άρχισαν να μας βρίζουν και να μας χτυπούν. Προσπαθώντας να καλύψω έναν άγουρο έφηβο, ήταν δεν ήταν 15 ετών, δέχθηκα απανωτά χτυπήματα στη μέση και τα πόδια, με τις μηχανές να έρχονται επάνω μας με φόρα και μερικά μέτρα πριν από εμάς οι οδηγοί τους να φρενάρουν απότομα.
Κανονικός τραμπουκισμός και «νόμιμη» βία.
Χωρίς ακοή, χτυπημένος και να σφαδάζω από τους πόνους έφτασα στον «Ευαγγελισμό». Όμως δεν εφημέρευε και έπρεπε να πάω στον «Ερυθρό». Στην κατάσταση που ήμουν, ούτε ένα ασθενοφόρο δεν υπήρχε να με μεταφέρει…
Έφτασα με μεγάλη δυσκολία στον Ερυθρό. Οι γιατροί και το προσωπικό της κλινικής ΩΡΛ και οι παθολόγοι ήταν το λιγότερο άψογοι.
Πέρασα δέκα εφιαλτικές ημέρες προσπαθώντας να σώσουν οι γιατροί την ακοή στο δεξί αυτί, πρωτοστατούντος του καθηγητή κ. Βαθυλάκη. Δυστυχώς όμως η ζημιά ήταν πολύ μεγάλη.
Είχε επέλθει πλήρης κώφωση και στα δύο αυτιά. Είχε καταστραφεί πλήρως το βασικό όργανο ακοής ο κοχλίας και στις δύο πλευρές του κεφαλιού.
Ήμουν κωφός…
Οι αστυνομικοί των ΜΑΤ είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Άφησαν ανάπηρο έναν πολίτη. Και αυτός ήμουν εγώ.
Ο ευαίσθητος και δημοκράτης υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Χ. Παπουτσής δεν καταδέχθηκε ούτε μια συγνώμη να ζητήσει. Ούτε φυσικά ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. κ. Λ. Οικονόμου.
Θα σκέφτηκαν πως ανήκω στις «παράπλευρες απώλειες». Και στα ολιγαρχικά καθεστώτα δεν υπάρχει «συγνώμη» αλλά το: «καλά να πάθεις».
Νομίζω όμως πως ακόμα το πολίτευμά μας ονομάζεται Δημοκρατία.
Τώρα καλούμαι να ζήσω διαφορετικά. Μια διαφορετική ζωή, χωρίς ακοή, με κατεστραμμένα το μέλλον και τα όνειρά μου από τη μανιακή βία των ΜΑΤ, που ένας Θεός ξέρει τι εντολές είχαν.
Τουλάχιστον πρόλαβα να ακούσω πριν πέσω, το: «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου