Η Ευρώπη αντιμέτωπη με τη δυσκολότερη δοκιμασία στην ιστορία της
Πενήντα πέντε χρόνια μετά τη Συνθήκη της Ρώμης, που ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η διάδοχός της η ΕΕ μάχεται να αποδείξει στον εαυτό της και στον κόσμο ολόκληρο ότι μπορεί να ξεπεράσει τις προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη.
Αυτό που ξεκίνησε πριν τέσσερα χρόνια ως μια κρίση στον οικονομικό τομέρα, και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κρίση χρέους, επεκτάθηκε το 2011 σε μια πλήρους κλίμακας απειλή για την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινής ευρωπαϊκής πορείας.
Εν μέσω της αναταραχής, μερικές φορές ξεχνάμε ότι η ΕΕ, παρ'όλα τα προβλήματά, έχει και τεράστια επιτεύγματα στο ενεργητικό της.
Με 27 κράτη μέλη (28 το επόμενο έτος με την είσοδο της Κροατίας) και περισσότερους από 500 εκατομύρια κατοίκους, η ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη ενιαία αγορά του κόσμου.
Πολλοί από τους πολίτες της απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο που θα ζήλευε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της, το οποίο συνδυάζει τον καπιταλισμό και το κράτος πρόνοιας, είναι υπό πίεση, αλλά ουσιαστικά προσαρμόζεται στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η προσχώρηση στην ΕΕ συνέβαλε στη σταθεροποίηση των νέων δημοκρατιών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, και, αργότερα, επανασυνδέσε μια ήπειρο διχασμένη στον απόηχο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επιτρέποντας την είσοδο των 10 πρώην κομμουνιστικών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Η επιθυμία της Σερβίας και άλλων χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας να ενταχθούν στην ΕΕ υπογραμμίζει την ελκυστικότητα της Ένωσης ως πόλο ελευθερίας και ευημερίας.
Παρ 'όλα αυτά, η σημερινή κρίση ταράζει συθέμελα την ενοποίηση που με κόπο οικοδομήθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ζημια είναι ορατή με την εμφάνιση των αντι-καθεστωτικών, λαϊκιστικών κομμάτων, από την άκρα αριστερά και δεξιά, που εκμεταλλεύονται τους φόβους των πολιτών απέναντι στην οικονομική ανασφάλεια και την απώλεια της εθνικής ταυτότητας.
Από τη Γαλλία στην Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ουγγαρία, κάποιοι πολιτικοί της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς έχουν υποκύψει στον πειρασμό να ταχθούν ενάντια στην ΕΕ, σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν την έλξη που ασκούν τα ακραία πολιτικά κόμματα.
Η εισαγωγή του ευρώ το 1999 επιτάχυνε τη διαδικασία ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ευρώπης, αλλά, όπως παρατήρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε έκθεση της τον Απρίλιο, οι ανακατατάξεις στον τραπεζικό τομέα και τις αγορές χρέους από το 2007 έχουν σταματήσει την πορεία προς την ενσωμάτωση και σε ορισμένες περιπώσεις την έχουν αναστρέψει.
Πολλές τράπεζες έχουν υποχωρήσει πίσω στις εγχώριες αγορές τους, απαλλάσσοντάς εαυτούς από ομόλογα και χρέη έξω από τη χώρα τους.
Αυτή η διαδικασία «επανεθνικοποίησης» οξύνθηκε από τα τεράστια ποσά των κρατικών ενισχύσεων - € 1.6 τρις., ή 13,1% του κοινοτικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος - που οι εθνικές κυβερνήσεις διοχετεύσαν στις τράπεζες μετά το 2008 με τη μορφή κρατικών δανείων, εισφορών κεφαλαίου και εγγυήσεων.
Εν τω μεταξύ, το χάσμα μεταξύ ισχυρότερων και ασθενέστερων οικονομιών της 17-έθνους ευρωζώνης διευρύνεται, καθώς η κρίση συνεχίζεται. Η ανεργία μειώθηκε στη Γερμανία το Μάρτιο στο 6,7 τοις εκατό, χαμηλό εικοσαετίας, αλλά στην Ισπανία αυξήθηκε σε 24,4 τοις εκατό. Περίπου οι μισοί Ισπανοί κάτω των 25 είναι άνεργοι.
Στις αγορές ομολόγων, το κόστος δανεισμού για τις συνετές φορολογικά χώρες της βόρειας Ευρώπης δεν ήταν ποτέ χαμηλότερο: η απόδοση στο 10ετές ομόλογο της Γερμανίας άγγιξε το 1,63 τοις εκατό στα μέσα Απριλίου, και της Σουηδίας είναι επίσης κάτω από 2 τοις εκατό. Η απόδοση των ισοδύναμων ελληνικών ομολόγων ανέρχεται σε 20 τοις εκατό περίπου, και για την Πορτογαλία είναι περισσότερο από 10 τοις εκατό.
Στην πραγματικότητα, ούτε η Ελλάδα ούτε η Πορτογαλία έχουν πρόσβαση στις αγορές ομολόγων, αφού έχουν λάβει πακέτα διάσωσης από εταίρους τους στην ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που τους μετέτρεψε σε παρίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το ίδιο ισχύει για την Ιρλανδία - η οποία, όμως, σιγά-σιγά ανακάμπτει. Η Κύπρος απέφυγε μια παρόμοια μοίρα στρεφόμενη προς τη Ρωσία τον περασμένο χρόνο για ένα δάνειο ύψους 2,5 δισ. €.
Τώρα το μεγάλο ερώτημα είναι αν η Ισπανία, σε βαθιά ύφεση και με τις τράπεζες ανήμπορες μέσα στη δίνη της φούσκας των ακινήτων, θα ζητήσει με τη σειρά της έκτακτη βοήθεια.
Η συντηρητική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι είναι κατηγορηματικά αρνητική στο ενδεχόμενο, δηλώνοντας ότι το σχέδιό διάσωσης των τραπεζών που ανέρχεται στα €54 δις. θα αποτρέψει την ανάγκη για οποιαδήποτε χρηματοδότηση/διάσωση της ΕΕ προς χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Ωστόσο, τον Απρίλιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξέφρασε ανησυχία σχετικά με τα οικονομικά και τη διοίκηση διαφόρων ισπανικών τραπεζών, κυρίως της Bankia, μια ένωση επτά ταμιευτηρίων– που εισήλθε πέρυσι στο χρηματιστήριο.
Γενικότερα, ο χειρισμός της κρίσης θα απαιτήσει θαρραλέα ηγεσία από τη Γερμανία, την πιο πυκνοκατοικημένη και οικονομικά ισχυρή των κρατών-μελών, καθώς και από την ΕΚΤ. Πολλά αναμένονται επίσης και από τη Γαλλία, με τον πρόσφατα εκλεγμένο πρόεδρο, Ολάντ. Η Άνγκελα Μέρκελ και η κυβέρνησή της έχουν επικριθεί έντονα για την αρχική αργή ανταπόκρισή τους στην κρίση χρέους και για την έμφαση στην εθνική δημοσιονομική πειθαρχία και στις διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις ως τα απαραίτητα εργαλεία για την αντιμετώπισή της.
Μακροπρόθεσμα όμως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς της Γερμανίας στην κρίση μπορεί να αποδειχθεί η εγχώρια συζήτηση τα τελευταία δύο χρόνια σχετικά με το όραμα της χώρας για το μέλλον της Ευρώπης.
Αυτό οδήγησε σε μια συναίνεση ότι η Γερμανία πρέπει να κάνει ό, τι είναι απαραίτητο για να σώσει τη νομισματική ένωση, αλλά και ότι η βαθύτερη πολιτική ένωση αποτελεί επιθυμητό στόχο.
Το κόμμα της κα Μέρκελ, το CDU, εξέφρασε αυτή την ιδέα τον περασμένο Νοέμβριο, υιοθετώντας ένα ψήφισμα που ζητούσε την άμεση εκλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένα νομοθετικό σύστημα δύο σωμάτων, κατά το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκπροσωπεί τους ψηφοφόρους και το Συμβούλιο των Υπουργών θα μιλάει εκ μέρους των κρατών μελών.
Η ιστορία της ευρωπαϊκής κοινής πορείας δείχνει ότι το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση μιας ομάδας ηγετικών χωρών που θα καθορίσουν το ρυθμό, δίνοντας την ευκαιρίας και σε άλλες χώρες να ακολουθήσουν.
Η ΕΕ έχει προ πολλού εγκαταλείψει την ιδέα ότι όλα τα μέλη θα πρέπει να προχωρήσουν με την ίδια ταχύτητα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης.
Σε κάθε περίπτωση, απόλυτη προτεραιότητα παραμένει η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Ακόμα και τα πιο φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον της Ευρώπης θα αποδειχθούν άνευ σημασίας εάν η κρίση προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στην Ένωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου