Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Λασίθι: Μια ιστορία σαν παραμύθι


Το όνομα Κοκοτός, όπως και το όνομα Νάκου, δεν έχουν απλά συνδεθεί από την αυγή κιόλας της δεκαετίας του 1970 με το μέχρι τότε άσημο και αφανές ψαροχώρι της Ελούντας, αλλά συνετέλεσαν καθοριστικά και κυρίαρχα στην ιστορική καμπή μεταμόρφωσης ολόκληρης της επαρχίας Μιραμπέλλου στον ανατολικότερο νομό της μεγαλονήσου. Μια μέχρι τότε άγνωστη και πανέμορφη γωνιά της ανατολικής Κρήτης, που τα ακρογιάλια της δεν απείχαν στην όψη και πολύ από την εποχή του Ομήρου, και που οι Γενουάτες από την αρχή κιόλας του 13ου αιώνα μαγεμένοι από την ομορφιά της, ονόμασαν "περιοχή με καλή θέα" (αυτό άλλωστε θα πει Μιραμπέλλο...), έπαιρνε το διαβατήριο για μια καινούργια εποχή. Η μέχρι τότε άγνωστη λέξη "τουρισμός" για τον τόπο, έμελλε να αποτελέσει για τα επόμενα σαράντα χρόνια το δεσπόζοντα και αδιαμφισβήτητο οικονομικό πόρο. Ο κ. Γιώργος Κοκοτός, που ας σημειωθεί βραβεύτηκε μαζί με τον αδελφό του Σπύρο τον Αύγουστο του 2004 από τον Προοδευτικό Σύλλογο Ελούντας για την προσφορά τους στον τόπο, περιγράφει με τον δικό του γλαφυρό τρόπο γραφής, τα γεγονότα εκείνης της εποχής, που δεν απέχουν και πολύ από το ξετύλιγμα ενός ελκυστικού παραμυθιού. Το άρθρο του κ. Κοκοτού, που να θυμίσουμε είναι και ο συγγραφέας του ενδιαφέροντος βιβλίου "Τζια-Θερμιά",  δημοσιεύεται στο περιοδικό ATHENS VOICE που κυκλοφορεί.

ΔΕΥΤΈΡΑ, 23 ΙΟΥΛΊΟΥ 2012

K. M.

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΟΤΟΥ (*)

Αρχές της δεκαετίας του ’70, νεαρός μηχανικός τότε, κατεβαίνω στην Κρήτη, στον Άγιο Νικόλαο, προκειμένου να ξεκινήσω την κατασκευή ενός ξενοδοχείου κοντά σ’ ένα άγνωστο τότε ψαροχώρι, την Ελούντα.
Πρώτη μου δουλειά μόλις έφτασα ήταν να ζητήσω να στελεχώσω το συνεργείο των οικοδόμων, τους οποίους είχα φέρει μαζί μου, με ντόπιους εργάτες. Το νέο, όπως ήταν φυσικό, κυκλοφόρησε πολύ γρήγορα στα χειμαζόμενα από ανείπωτη φτώχεια χωριά της περιοχής. Έτσι, από την άλλη κιόλας μέρα, άρχισε μια νέα κάθοδος των μυρίων.
Κατέφθαναν άνδρες κάθε ηλικίας, μερικοί σε βαθιά γηρατειά, φορώντας την κρητική τους στολή: τη βράκα, που μετά βίας έφτανε να καλύψει τα παμπάλαια στιβάνια τους, αφήνοντας έτσι να φανούν τα κάτισχνα πόδια τους. Το ξεθωριασμένο κεντητό γιλέκο και το μαύρο σαρίκι να τους σκεπάζει το μέτωπο, κλείνοντάς τους σχεδόν τα μάτια.
Νέα, αμούστακα παιδιά κι άλλοι μεγαλύτεροι έφταναν με κάθε μέσο. Άλλοι με τα πόδια κι άλλοι, οι πιο «προνομιούχοι», με τα γαϊδουράκια τους. Έρχονταν από παντού. Από το Σχίσμα και την Άνω και Κάτω Ελούντα, από τον Λούμα, τον Σκινιά, τη Φουρνή, τις Πινές, τον Βρουχά. Όλα χωριά της περιοχής, αλλά αρκετά χιλιόμετρα μακριά.
Στην αρχή τα ’χασα. Χρειαζόμουν μόλις μερικές δεκάδες κι εκείνοι ξεπερνούσαν τους διακόσιους. Και σ’ όλων το στόμα να κυριαρχεί μία και μοναδική λέξη: «Ντίσνεϊ». Aπόρησα όταν το άκουσα, μάλιστα προς στιγμή νόμισα πως παράκουσα. Η απορία μου όμως λύθηκε το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν ρώτησα σχετικά, κατά την καθιερωμένη μου επίσκεψη στο σπίτι του, τον αξέχαστο φίλο μου Ρούσσο Καπετανάκη. Έναν άνθρωπο που δέκα χρόνια πιο πριν, αρχές του ’60, ως δήμαρχος της πόλης έγινε η αφορμή ώστε ν’ αρχίσει να ξετυλίγεται ο μίτος του τουρισμού της Κρήτης.
O Ρούσσος σιώπησε για λίγο κι ύστερα, πιάνοντας το κουβάρι των αναμνήσεών του, άρχισε να το ξετυλίγει. Δεν τον διέκοψα ούτε μια φορά, συγκλονισμένος, απλώς άκουγα… Για την Ελούντα, τους κατοίκους της και την απέραντη φτώχεια τους. Μια φτώχεια τόσο αβάσταχτη που ωθούσε πολλούς απ’ αυτούς να επιδιώκουν να κολλήσουν λέπρα προκειμένου «να περάσουν απέναντι», στη Σπιναλόγκα, για να εξασφαλίσουν  ένα πιάτο φαΐ κι ένα μικρό επίδομα… Βλέπεις, ο τόπος δεν έβγαζε τίποτα ή σχεδόν…
 
"Σ’ αυτό λοιπόν το σκηνικό, της φτώχειας και της εξαθλίωσης, καταφθάνει ένα πρωί στην Ελούντα ένα πολυπληθές κινηματογραφικό συνεργείο από το Χόλιγουντ. Επικεφαλής ο μέγας και τρανός Walt Disney και ένα μπουκέτο από διαλεκτούς ηθοποιούς, με κορυφαία τη Hayley Mills". (Ελούντα 1964: Η ηθοποιός Hayley Mills κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας)

Ένας γκριζοκόκκινος βράχος, με υπόλευκες «φλέβες» να τον διαπερνά, να καλύπτει σχεδόν τα πάντα. Κι ανάμεσα στους βράχους να φυτρώνουν χαρουπιές και λίγες αναιμικές ελιές. Έτσι, το λίγο λάδι, το χαρούπι και η υπόλευκη «φλέβα», το ακόνι, όπως το έλεγαν –ένα υλικό από το οποίο, λόγω της σκληρότητάς του, φτιάχνονται οι τροχοί λείανσης και κοπής άλλων υλικών– αποτελούσαν τα μοναδικά μέσα για την επιβίωσή τους. Ακόμα τώρα μπορεί κανείς να διακρίνει, σε μερικά απάτητα μέρη, τους ατέλειωτους σωρούς από πέτρες, μάρτυρες αψευδείς του μόχθου των ανθρώπων που ολημερίς έσπαζαν τη σκληρή πέτρα για να πάρουν το ακόνι της.
Η φτώχεια, ως συνέπεια όλων αυτών,
Σ’ αυτό λοιπόν το σκηνικό, της φτώχειας και της εξαθλίωσης, καταφθάνει ένα πρωί στην Ελούντα ένα πολυπληθές κινηματογραφικό συνεργείο από το Χόλιγουντ. Επικεφαλής ο μέγας και τρανός Walt Disney και ένα μπουκέτο από διαλεκτούς ηθοποιούς, με κορυφαία τη Hayley Mills. Σκοπός τους να γυρίσουν σε ταινία το μυθιστόρημα της συγγραφέως Mary Stewart. Ήταν η συγγραφέας που λίγα χρόνια πριν, σε μια επίσκεψή της στην Κρήτη, καταστάλαξε στην Ελούντα. Κι εκεί μαγεύτηκε. Σε τέτοιο σημείο, που έμεινε για καιρό κι έγραψε ένα βιβλίο σαν παραμύθι, το «The moonspinners» («Τα φεγγαρογνέματα», στην ελληνική του απόδοση). Ήταν τέτοια η ομορφιά του τόπου, με κείνο το μοναδικό ολόγιομο ελουντιανό φεγγάρι να φωτίζει, με το μυστηριακό του φως, τη λιμνοθάλασσα, που η συγγραφέας όχι απλώς μαγεύτηκε κι εμπνεύστηκε το βιβλίο, αλλά κι όταν ο Disney της ζήτησε να το γυρίσει ταινία αυτή δέχτηκε, υπό έναν και μοναδικό όρο: η ταινία να γυριστεί στην Ελούντα!
Κι έτσι όλα, από τη μια μέρα στην άλλη, άλλαξαν: σπίτια ανακαινίστηκαν, νερό ήρθε, μπάνια και τουαλέτες φτιάχτηκαν, πλατείες και δρόμοι ανακατασκευάστηκαν και το σύνολο των κατοίκων  προσλήφθηκαν, άλλοι ως κομπάρσοι κι άλλοι στις βοηθητικές εργασίες της ταινίας. Το χρήμα –παντελώς άγνωστο είδος έως τότε– άρχισε να ρέει άφθονο…
Eδώ κάπου τελειώνει τη διήγησή του ο Ρούσσος Καπετανάκης, αφήνοντάς με άφωνο και προβληματισμένο από το βαρύ φορτίο που αναλάμβανα, με την ταύτιση που είχε γίνει από τους κατοίκους του χωριού, του ξενοδοχειακού έργου με εκείνο του κινηματογραφικού, ένα φορτίο που άρχιζε κιόλας να βαραίνει τους ώμους μου…

* Ο κ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΟΤΟΣ έχει γράψει το βιβλίο «Tζια-Θερμιά», που κυκλοφορεί από τις εκδ. GEMA. Το πιο πάνω άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό ATHENS VOICE που κυκλοφορεί.
αποτελούσε ένα φαινόμενο ενδημικό πια, σε σημείο μάλιστα τέτοιο ώστε να αποκαλούμε από παλιά, συνεχίζει ο Ρούσσος, τους Ελουντιανούς «διακονιάρηδες». Και συνεχίζει τη διήγησή του με μια προσωπική του εμπειρία, σε εκδρομή στην Ελούντα με φίλους… «να βλέπεις τα παιδιά να ορμάνε στις πεταμένες από την παρέα μου μισοφαγωμένες καρπουζόφλουδες…».

2 σχόλια:

Monocle είπε...

Συγχαρητήρια στον κο Γιώργο Κοκοτό για αυτή του τη μαρτυρία Πολλοί ξέχασαν την κα Ελένη Νάκου κι ας ήταν η πρωτεργάτης στην τουριστική ανάπτυξη του Αγίου Νικολάου, της Ελούντας και αργότερα του Κουτσουναριου (Ιεραπετρα).

Monocle είπε...

Ευτυχώς που αναφέρεται το όνομα της κας Ελένης Νάκου. Πολλοί τείνουν να "ξεχάσουν" τους ευεργέτες τους!
Η τουριστική ανάπτυξη της Ελούντας ξεκίνησε με την αγορά των 30 στρεμμάτων στα "κατσάβραχα" όπως έλεγαν τότε οι ντόπιοι. Η κα Νάκου τα αγόρασε με όραμα να μετατρέψει εκείνο τον μαγευτικό κόλπο, στο πιο ελιτίστικο ξενοδοχειακό resort της Κρήτη, το ELounda Beach και αργότερα το Elounda Bay.
Και όσοι γνωρίζουν την περιοχή, τα άτομα και θυμούνται την Ελούντα της δεκαετίας του '70, θυμούνται και τη συμβολή της κας Νάκου, στο να γίνει γνωστό στην Ευρωπαική ελίτ, εκείνο το άνυδρο ψαροχώρι.

Συγχαρητήρια στον κο Γιώργο Κοκοτό που δεν ξέχασε να την αναφέρει. Άλλοι το κάνουν...